Από το site της ΟΝΝΕΔ Κορινθίας - www.onned-korinthias.gr

Γράφει ο Νίκος Κώνστας, Γ.Γ. του Τ.Γ. ΟΝΝΕΔ Δήμου Σολυγείας


Κατά τους τελευταίους μήνες του 1940
και ιδίως μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» στην Τήνο,
από ιταλικό υποβρύχιο, ήταν πλέον κοινή πεποίθηση
στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας
το ότι η Ιταλία θα επιχειρούσε σύντομα εισβολή
στην Ελλάδα, απ’ τα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Την ακριβή ημερομηνία αγνοούσαν.
Ο Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς την έμαθε
στις 23 Οκτωβρίου 1940, όταν ο πρεσβευτής
της Ελλάδος στη Ρώμη Ιωάννης Πολίτης του
τηλεγράφησε ότι η εισβολή είχε προσδιοριστεί
για το διάστημα ανάμεσα στις 25 και 28 του μήνα.

Η ιστορική συνάντηση

Νύχτα Σαββάτου 26 προς 27 Οκτωβρίου 1940, ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Ελλάδα
Εμανουέλε Γκράτσι έδινε δεξίωση στην ιταλική πρεσβεία με σκοπό «την αναθέρμανση
των σχέσεων φιλίας, που ενώνουν τους δυο λαούς». Την ίδια νύχτα, 26 προς 27 του
Οκτώβρη, αρμόδιοι υπάλληλοι της ιταλικής πρεσβείας αποκρυπτογραφούσαν το
κείμενο του τελεσιγράφου, που σε δόσεις ερχόταν απ’ τη Ρώμη και που ο Γκράτσι
έπρεπε να επιδώσει στον Μεταξά. Δεξίωση και αποκρυπτογράφηση κράτησαν ως τις
πρώτες πρωινές ώρες. Ξημερώματα Κυριακής 27 Οκτωβρίου, ο Γκράτσι έμαθε τι
ακριβώς έπρεπε να κάνει. Έδωσε τις δέουσες εντολές και αποσύρθηκε στο δωμάτιό
του.

Ο Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς κατοικούσε σ’ ένα παλιό διώροφο αρχοντικό
στην Κηφισιά. Μαζί του έμενε κι ένας ακόλουθος, που κοιμόταν σε δωμάτιο του
ισογείου. Σε μια σκοπιά, έξω απ’ τη σιδερένια πόρτα του κήπου, εναλλάσσονταν
μέρα-νύχτα χωροφύλακες φρουροί. Το πάτημα ενός κουμπιού στη σκοπιά έκανε ένα
ηλεκτρικό κουδούνι να ηχεί στο δωμάτιο του ακολούθου.

Ο Γκράτσι κατοικούσε στο κτήριο της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα. Μεσάνυχτα
Κυριακής 27 προς 28 Οκτωβρίου 1940, ο Γκράτσι ειδοποίησε τον στρατιωτικό του
ακόλουθο να πάει στην πρεσβεία με το αυτοκίνητο. Ειδοποίησε και τον Αλβανό
Ντεσάντο, επίσημο διερμηνέα του. Λίγο μετά τις 2 τα ξημερώματα, το αυτοκίνητο
του Ιταλού πρεσβευτή έβγαινε απ’ τον κήπο της πρεσβείας. Οδηγούσε ο ίδιος ο
ακόλουθος, ενώ στη θέση του συνοδηγού καθόταν ο Ντεσάντο. Πίσω, ο Γκράτσι.
Είχε διαλέξει αυτόν τον τρόπο για να μην προκαλέσει ανησυχίες στους όποιους
ξενύχτηδες θα συναντούσαν. Η πρεσβευτική λιμουζίνα σίγουρα θα προκαλούσε
υποψίες τέτοια άγρια ώρα…

Τρεις παρά δέκα, το αυτοκίνητο έφτασε έξω απ’ την πόρτα του αρχοντικού στην
Κηφισιά. Ο Ντεσάντο βγήκε, πλησίασε το φρουρό και του είπε πως ο πρεσβευτής της
Ιταλίας επιθυμούσε να δει τον Πρωθυπουργό για μια εξαιρετικά επείγουσα υπόθεση.

Ο φρουρός πάτησε το κουμπί, ξυπνώντας τον ακόλουθο του Μεταξά στο δωμάτιο
του ισογείου. Απ’ το παράθυρό του, είδε το αυτοκίνητο του διπλωματικού σώματος,
καθώς επίσης και τη σημαία με τις τρεις κάθετες λωρίδες. Χρώματα δεν αναγνώρισε
στο σκοτάδι. Ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο του Μεταξά και τον ξύπνησε: «Ήρθε κάποιος
ξένος διπλωμάτης και σας γυρεύει. Μάλλον της γαλλικής πρεσβείας». Ο Μεταξάς
κοίταξε το ρολόι. «Τέτοια ώρα;», μουρμούρισε υποψιασμένος. Πέρασε μια ρόμπα
πάνω απ’ τις πιζάμες του και κατέβηκε στον κήπο. Από μια πλαϊνή πόρτα έριξε μια
ματιά στο αυτοκίνητο, αναγνώρισε την ιταλική σημαία και κατάλαβε. Ξαναμπήκε
στον κήπο, πήγε στην κεντρική πόρτα, την άνοιξε, χαιρέτησε τον Γκράτσι και είπε
στον Χωροφύλακα να τους αφήσει να περάσουν.

Ο ιστορικός διάλογος

Ο Ντεσάντο και ο στρατιωτικός ακόλουθος προτίμησαν να μείνουν στον κήπο. Ο
Μεταξάς και ο Γκράτσι ανέβηκαν στο σαλονάκι του πρώτου ορόφου. Γνώριζαν και οι
δυο γαλλικά και δεν χρειάζονταν διερμηνέα. Κάθισαν. Ο Γκράτσι μπήκε αμέσως στο
θέμα: «Με έχουν επιφορτίσει να σας επιδώσω αυτή τη διακοίνωση», είπε. Ο Ιωάννης
Μεταξάς πήρε το έγγραφο και άρχισε να το διαβάζει:

«Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς
φαινομενική. Η ευθύνη δια την κατάστασιν ταύτην πίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας
και επί της προθέσεώς της, όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον.
Η Ιταλική Κυβέρνησης θεωρεί ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και
τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος […] εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον
της Ιταλίας. Τούτο δε θα ηδύνατο να οδηγήση εις μιαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της
Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν
να αποφύγη.

Όθεν η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση απ’ την Ελληνικήν
Κυβέρνησιν – ως εγγύηση δια την ουδετερότητα της Ελλάδος – το δικαίωμα να
καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων […] ορισμένα στρατηγικά σημεία του
ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως
μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν
διέλευσιν των στρατευμάτων […]

[…] Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συνατήση αντίστασιν, η αντίστασις αυτή
τα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι
οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου».

Το τελεσίγραφο εξέπνεε στις 6 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940. Ο Μεταξάς κοίταξε
το ρολόι του. Περασμένες 3.

«Alors, monsieur l’ ambassadeur, c’ est la guerre»
(«Λοιπόν, κύριε πρεσβευτά, έχουμε πόλεμο»), διαπίστωσε.

«Δεν είναι απαραίτητο», απάντησε ο Γκράτσι και συμπλήρωσε:

«Η Ιταλική Κυβέρνησις ελπίζει ότι θα αποδεχθείτε τους όρους της και θα επιτρέψετε
να περάσει ο ιταλικός στρατός».

Με κάποια δόση ειρωνείας, ο Μεταξάς τον ρώτησε: «Και πως πιστεύετε ότι μπορεί να
γίνει αυτό; Λέτε ότι θα ξεκινήσετε επίθεση στις 6 το πρωί, σε λιγότερο από τρεις ώρες.
Ακόμα και να το ήθελα, φαντάζεστε ότι σ’ αυτό το διάστημα προλαβαίνω να ξυπνήσω
το Βασιλέα και να τον ενημερώσω, να ειδοποιήσω Υπουργό Στρατιωτικών και Γενικό
Επιτελείο, να θέσω σε κίνηση τις τηλεγραφικές υπηρεσίες, να συγκαλέσω Υπουργικό
Συμβούλιο και να παρθούν οι σχετικές αποφάσεις; Και έστω ότι γίνονται όλα αυτά.
Ποια είναι τα στρατηγικά σημεία που θέλει να καταλάβει η Κυβέρνησή σας;».

«Δεν έχω ιδέα», απάντησε αυθόρμητα ο Γκράτσι. «Επομένως, έχουμε πόλεμο»,
επανέλαβε ο Πρωθυπουργός.

Ο Γκράτσι ψέλλισε ότι ελπίζει πως δε θα γίνει πόλεμος και αποχώρησε. Κοντοστάθηκε
ακούγοντας το Μεταξά να σχολιάζει: «Vous etes les plus forts»
(«Είστε οι πιο δυνατοί»).

Γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Γκράτσι: «Ένιωσα ντροπή. Με ευλάβεια
υποκλίθηκα στο μεγάλο Έλληνα Πρωθυπουργό και έφυγα με το κεφάλι σκυμμένο…».

Με όλα αυτά η ώρα είχε πάει 3:15΄. Ο Μεταξάς τηλεφώνησε να ξυπνήσουν το Βασιλιά
Γεώργιο Β’, τον οποίο και ενημέρωσε. Αμέσως μετά τηλεφώνησε στον πρεσβευτή της
Βρετανίας Πάλερετ, ο οποίος του είπε ότι σπεύδει στην Κηφισιά. Ξύπνησε τον
Αλέξανδρο Παπάγο και τον Αντιναύαρχο Σακελλαρίου, αρχηγό Γ.Ε.Ν. και συγκάλεσε
Υπουργικό Συμβούλιο στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μετά, τηλεφώνησε στους Έλληνες
πρεσβευτές στην Άγκυρα και το Βελιγράδι. Στις 4 το πρωί, ο Πέλερετ του χτυπούσε
την πόρτα και τον διαβεβαίωσε πως η Βρετανία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της.

Το Υπουργικό Συμβούλιο ξεκινούσε τη συνεδρίασή του στις 5:30 το πρωί της
28ης Οκτωβρίου, ενώ η Αθήνα ακόμη κοιμόταν. Την ίδια ώρα, στα ελληνοαλβανικά
σύνορα, ξεκινούσαν οι βολές του ιταλικού πυροβολικού. Οι Στρατηγοί βιάζονταν
και δεν περίμεναν καν να εκπνεύσει το τελεσίγραφο.

Στα σύνορα έβρεχε κατακλυσμιαία. Αστραπές και βροντές σκέπαζαν τον κρότο
απ’ τις βολές του ιταλικού πυροβολικού, με αποτέλεσμα οι φρουροί των συνόρων
ν’ αργήσουν να πάρουν είδηση τι ακριβώς συνέβαινε. Είχαν, όμως, σαφείς εντολές
για την περίσταση. Απ’ τις 26 Οκτωβρίου, που αντιλήφθηκαν ότι οι Ιταλοί έπαιρναν
επιθετική διάταξη, είχαν προετοιμαστεί και τους περίμεναν με το δάχτυλο στη
σκανδάλη.

Στις 4 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, ο μέραρχος της 8ης Μεραρχίας, Υποστράτηγος
Κατσιμήτρος μάθαινε για το τελεσίγραφο και απαντούσε ότι οι Ιταλοί δεν επρόκειτο
να περάσουν πιο κάτω απ’ το Καλπάκι Ιωαννίνων. Μόλις οι Έλληνες φρουροί των
συνόρων συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν μόνο βροντές αλλά και πυρά, παράτησαν
τις σκοπιές και συνέκλιναν στα προκαθορισμένα σημεία προκάλυψης, αντιστεκόμενοι
στην επίθεση των Ιταλών και λέγοντας και οι ίδιοι «Όχι», όπως είχε πει και ο Μεταξάς
στον Γκράτσι 3 ώρες νωρίτερα.

Το ιστορικό Έπος του 1940 είχε μόλις αρχίσει…



You can leave a response, or trackback from your own site.

0 Response to "28η Οκτωβρίου 1940 - Τα γεγονότα της μεγάλης νύχτας"