Ποιοι εισηγούνται τη χρεοκοπία και γιατί πρέπει να αποφευχθεί
Της Ελίζας Παπαδάκη
Τώρα που το φαντεζί σενάριο περί διαγραφής του μισού χρέους της χώρας απομακρύνθηκε από την τρέχουσα εγχώρια συζήτηση για να επανέλθει στους διεθνείς ακαδημαϊκούς προβληματισμούς, καλούμαστε να προσγειωθούμε στην πεζή και οδυνηρή πραγματικότητα. Από την κυβερνητική παράταξη άρχισαν να ακούγονται κάποιες αυτοκριτικές φωνές για όσα δεν έγιναν στον ενάμιση χρόνο αφότου η Ελλάδα αναγκάστηκε να καταφύγει στη βοήθεια της ευρωζώνης και του ΔΝΤ, για όσα δεν έγιναν ιδίως τους τελευταίους μήνες, αφότου η ευρωζώνη βελτίωσε τους όρους αποπληρωμής του αρχικού της δανείου και έβαλε στα σκαριά το δεύτερο μεγάλο δάνειο που αποδείχθηκε ότι θα χρειαστούμε.
Οι πόροι μάς διατίθενται, όπως πια όλοι ξέρουμε, υπό τον όρο να εξαλείψουμε βαθμιαία το έλλειμμα, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα ώσπου να απεξαρτηθούμε τελικά από τη βοήθεια των άλλων κρατών. Συνεπάγονται δηλαδή μεγάλα βάρη για την ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Η πολιτική αδυναμία να ξεπεραστούν οι δυσκολίες για μια ορθολογική κατανομή αυτών των βαρών, μια κατανομή που να ανταποκρίνεται σε ένα αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης και συνάμα να στηρίζει και να διευρύνει παραγωγικές δυνατότητες ανοίγοντας προοπτικές για ένα καλύτερο αύριο, ωθεί τώρα στην επείγουσα επιβολή και νέων μέτρων: ανεπαρκώς ορθολογικών και άδικων, παραδέχονται οι ίδιοι οι υπουργοί που τα εισηγούνται. Αλλά μόνον έτσι, εξηγούν και δεν κάνουν λάθος, μπορεί πια τούτη τη στιγμή να αποτραπεί η καταστροφή από μια διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας. Η απόφαση να εκταμιευθεί η έκτη δόση του δανείου ΕΕ/ΔΝΤ ακόμα εκκρεμεί. Χρήματα στο δημόσιο ταμείο για να πληρωθούν κανονικά τον Οκτώβριο μισθοί και συντάξεις δεν υπάρχουν. Για να βρεθούν απαιτείται θετική εισήγηση της τρόικας, πριν όμως πρέπει να πείσει η κυβέρνηση ότι οι ανειλημμένες δεσμεύσεις για τη μείωση του ελλείμματος υλοποιούνται. Αυτά θα γίνουν εγκαίρως, διαβεβαίωνε χθες ο Ευ. Βενιζέλος. Ομως μέσα στην αγωνία των αριθμών, να εξοικονομηθεί ένα δισ. από εδώ, να αντληθεί ένα δισ. από εκεί, ολοκληρωμένο σχέδιο για το πώς θα πορευθούμε εξακολουθεί να μην υφίσταται. Ούτε καν ως την επόμενη δόση.
Οι δυσκολίες να καταρτιστεί ένα τέτοιο σχέδιο ήσαν, όντως, πολύ μεγάλες. Δεν ήταν υπόθεση απλώς ενός καλά καταρτισμένου επιστημονικού επιτελείου, τεχνοκρατών και οικονομολόγων, που θα έβαζαν στο χαρτί την κατάλληλη κατανομή των - μειούμενων - διαθέσιμων πόρων της χώρας για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για έναν συνδυασμό στόχων: την επιβεβλημένη μείωση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα, που δεν γίνεται χωρίς να αφαιρεθούν εισοδήματα από την κοινωνία, με την ταυτόχρονη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των υφισταμένων παραγωγικών και επενδυτικών δυνατοτήτων, με μεγιστοποίηση της απασχόλησης και συνάμα προστασία των ανέργων, γενικά των ασθενέστερων, από την εξαθλίωση. Η εργασία αυτή, είναι αλήθεια, δεν επιχειρήθηκε. Και να είχε γίνει όμως, λίγο θα ωφελούσε, όσο παραμένει αξεδιάλυτο το κουβάρι των σχέσεων και των εξαρτήσεων που πλεκόταν επί δεκαετίες όλο και πιο σφιχτά ανάμεσα στο Κράτος σε όλα του τα επίπεδα και τους τομείς, την εκάστοτε κυβέρνηση, τα κόμματα και τις πολλές και ποικίλες ομάδες συμφερόντων, που ακόμα και σήμερα επιβάλλει ανορθολογικές κατανομές.
Την πρώτη ευθύνη για να διαρραγεί το κουβάρι την έχει προφανώς η κυβέρνηση. Μην αναλαμβάνοντας μια ξεκάθαρη και αποφασιστική τέτοια πρωτοβουλία συντηρεί το γενικό αίσθημα της αδικίας στην κοινωνία, αδικίες και ανισότητες εντείνονται άλλωστε, και συνάμα τις απόπειρες κάθε ομάδας συμφερόντων να διασώσει τα δικά της κεκτημένα δικαιώματα με τους παλιούς γνώριμους τρόπους, αντικειμενικά εις βάρος όλων των υπολοίπων. Συντηρεί έτσι, εντέλει, τη συνεχή οικονομική επιδείνωση. Ούτε θα αρκούσε όμως μια πρωτοβουλία της κυβέρνησης και μόνο, αν δεν άλλαζαν ριζικά στάση όλο το πολιτικό προσωπικό, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, οι εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων. Στο χείλος του γκρεμού μπορούμε ακόμα να κάνουμε την αντιστροφή;
Οι ανά τον κόσμο θιασώτες των ελεύθερων αγορών, της ανεμπόδιστης δηλαδή δράσης των ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων για την επιδίωξη του κέρδους, ως του πιο τελεσφόρου τρόπου κατανομής των πόρων, διόλου δεν πιστεύουν στην ικανότητα της πολιτικής και της κοινωνίας να σχεδιάσουν διαφορετικά, καλύτερα. Σε διάφορες εκδοχές εισηγούνται έτσι ολοένα εντονότερα να χρεοκοπήσουμε (όπου και το σενάριο του 50%), ή ακόμα και να φύγουμε από το ευρώ για να γίνουμε ανταγωνιστικότεροι υποτιμώντας το νόμισμα. Για το τεράστιο κοινωνικό κόστος - «προσωρινό» διατείνονται - αδιαφορούν. Το παράδοξο είναι ότι μια «καθαρτήρια» χρεοκοπία υποδεικνύουν εδώ και κάποιοι στους ιδεολογικούς τους αντίποδες.
Της Ελίζας Παπαδάκη
Τώρα που το φαντεζί σενάριο περί διαγραφής του μισού χρέους της χώρας απομακρύνθηκε από την τρέχουσα εγχώρια συζήτηση για να επανέλθει στους διεθνείς ακαδημαϊκούς προβληματισμούς, καλούμαστε να προσγειωθούμε στην πεζή και οδυνηρή πραγματικότητα. Από την κυβερνητική παράταξη άρχισαν να ακούγονται κάποιες αυτοκριτικές φωνές για όσα δεν έγιναν στον ενάμιση χρόνο αφότου η Ελλάδα αναγκάστηκε να καταφύγει στη βοήθεια της ευρωζώνης και του ΔΝΤ, για όσα δεν έγιναν ιδίως τους τελευταίους μήνες, αφότου η ευρωζώνη βελτίωσε τους όρους αποπληρωμής του αρχικού της δανείου και έβαλε στα σκαριά το δεύτερο μεγάλο δάνειο που αποδείχθηκε ότι θα χρειαστούμε.
Οι πόροι μάς διατίθενται, όπως πια όλοι ξέρουμε, υπό τον όρο να εξαλείψουμε βαθμιαία το έλλειμμα, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα ώσπου να απεξαρτηθούμε τελικά από τη βοήθεια των άλλων κρατών. Συνεπάγονται δηλαδή μεγάλα βάρη για την ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Η πολιτική αδυναμία να ξεπεραστούν οι δυσκολίες για μια ορθολογική κατανομή αυτών των βαρών, μια κατανομή που να ανταποκρίνεται σε ένα αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης και συνάμα να στηρίζει και να διευρύνει παραγωγικές δυνατότητες ανοίγοντας προοπτικές για ένα καλύτερο αύριο, ωθεί τώρα στην επείγουσα επιβολή και νέων μέτρων: ανεπαρκώς ορθολογικών και άδικων, παραδέχονται οι ίδιοι οι υπουργοί που τα εισηγούνται. Αλλά μόνον έτσι, εξηγούν και δεν κάνουν λάθος, μπορεί πια τούτη τη στιγμή να αποτραπεί η καταστροφή από μια διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας. Η απόφαση να εκταμιευθεί η έκτη δόση του δανείου ΕΕ/ΔΝΤ ακόμα εκκρεμεί. Χρήματα στο δημόσιο ταμείο για να πληρωθούν κανονικά τον Οκτώβριο μισθοί και συντάξεις δεν υπάρχουν. Για να βρεθούν απαιτείται θετική εισήγηση της τρόικας, πριν όμως πρέπει να πείσει η κυβέρνηση ότι οι ανειλημμένες δεσμεύσεις για τη μείωση του ελλείμματος υλοποιούνται. Αυτά θα γίνουν εγκαίρως, διαβεβαίωνε χθες ο Ευ. Βενιζέλος. Ομως μέσα στην αγωνία των αριθμών, να εξοικονομηθεί ένα δισ. από εδώ, να αντληθεί ένα δισ. από εκεί, ολοκληρωμένο σχέδιο για το πώς θα πορευθούμε εξακολουθεί να μην υφίσταται. Ούτε καν ως την επόμενη δόση.
Οι δυσκολίες να καταρτιστεί ένα τέτοιο σχέδιο ήσαν, όντως, πολύ μεγάλες. Δεν ήταν υπόθεση απλώς ενός καλά καταρτισμένου επιστημονικού επιτελείου, τεχνοκρατών και οικονομολόγων, που θα έβαζαν στο χαρτί την κατάλληλη κατανομή των - μειούμενων - διαθέσιμων πόρων της χώρας για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για έναν συνδυασμό στόχων: την επιβεβλημένη μείωση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα, που δεν γίνεται χωρίς να αφαιρεθούν εισοδήματα από την κοινωνία, με την ταυτόχρονη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των υφισταμένων παραγωγικών και επενδυτικών δυνατοτήτων, με μεγιστοποίηση της απασχόλησης και συνάμα προστασία των ανέργων, γενικά των ασθενέστερων, από την εξαθλίωση. Η εργασία αυτή, είναι αλήθεια, δεν επιχειρήθηκε. Και να είχε γίνει όμως, λίγο θα ωφελούσε, όσο παραμένει αξεδιάλυτο το κουβάρι των σχέσεων και των εξαρτήσεων που πλεκόταν επί δεκαετίες όλο και πιο σφιχτά ανάμεσα στο Κράτος σε όλα του τα επίπεδα και τους τομείς, την εκάστοτε κυβέρνηση, τα κόμματα και τις πολλές και ποικίλες ομάδες συμφερόντων, που ακόμα και σήμερα επιβάλλει ανορθολογικές κατανομές.
Την πρώτη ευθύνη για να διαρραγεί το κουβάρι την έχει προφανώς η κυβέρνηση. Μην αναλαμβάνοντας μια ξεκάθαρη και αποφασιστική τέτοια πρωτοβουλία συντηρεί το γενικό αίσθημα της αδικίας στην κοινωνία, αδικίες και ανισότητες εντείνονται άλλωστε, και συνάμα τις απόπειρες κάθε ομάδας συμφερόντων να διασώσει τα δικά της κεκτημένα δικαιώματα με τους παλιούς γνώριμους τρόπους, αντικειμενικά εις βάρος όλων των υπολοίπων. Συντηρεί έτσι, εντέλει, τη συνεχή οικονομική επιδείνωση. Ούτε θα αρκούσε όμως μια πρωτοβουλία της κυβέρνησης και μόνο, αν δεν άλλαζαν ριζικά στάση όλο το πολιτικό προσωπικό, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, οι εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων. Στο χείλος του γκρεμού μπορούμε ακόμα να κάνουμε την αντιστροφή;
Οι ανά τον κόσμο θιασώτες των ελεύθερων αγορών, της ανεμπόδιστης δηλαδή δράσης των ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων για την επιδίωξη του κέρδους, ως του πιο τελεσφόρου τρόπου κατανομής των πόρων, διόλου δεν πιστεύουν στην ικανότητα της πολιτικής και της κοινωνίας να σχεδιάσουν διαφορετικά, καλύτερα. Σε διάφορες εκδοχές εισηγούνται έτσι ολοένα εντονότερα να χρεοκοπήσουμε (όπου και το σενάριο του 50%), ή ακόμα και να φύγουμε από το ευρώ για να γίνουμε ανταγωνιστικότεροι υποτιμώντας το νόμισμα. Για το τεράστιο κοινωνικό κόστος - «προσωρινό» διατείνονται - αδιαφορούν. Το παράδοξο είναι ότι μια «καθαρτήρια» χρεοκοπία υποδεικνύουν εδώ και κάποιοι στους ιδεολογικούς τους αντίποδες.
0 Response to "Μπορούμε την αντιστροφή;"