Tου Χρήστου Γιανναρά
Iδιοφυής διανοούμενος, επιφανής στον χώρο της ελλαδικής δημοσιογραφίας, έγραφε πριν κάποιες μέρες:
«Για τον ελληνικό 21ο αιώνα η έξοδος από το ευρώ θα ισοδυναμεί με την καταστροφή του 1922. Mε τη διαφορά όμως ότι τότε η Eλλάδα έσπασε τα μούτρα της διεκδικώντας ρόλο στην Aνατολή. Eνώ τώρα η καταστροφή θα έχει πλήξει την πορεία για την ολοκλήρωσή της ως κράτους της Δύσης».
Διατύπωση αξιοπρόσεκτα ενδεικτική. Δείχνει με σαφήνεια ποια πληροφόρηση και ποιες κριτικές αξιολογήσεις συγκροτούν την ιστορική συνείδηση, όχι της ημιμορφωμένης (και γι’ αυτό δοκησίσοφης) πλειονότητας των Ελλαδιτών, αλλά χαρισματικών διανοουμένων που, είτε το θέλουν είτε όχι, ηγούνται σήμερα: διαμορφώνουν νοο-τροπία, κριτήρια, συλλογικές στοχεύσεις.
Σίγουρα η μικρασιατική εκστρατεία, που κατέληξε στην καταστροφή του 1922, ήταν πελώριο λάθος, στρατηγικό αλλά και πολιτικό. Προσπαθούμε απεγνωσμένα να το χρεώσουμε μόνο στους αντιπάλους του Βενιζέλου, για να περισώσουμε τη συναισθηματική μας «λογική» που έχει ανάγκη την ειδωλοποίηση του «εθνάρχη». Ομως, οποιουδήποτε ευθύνη κι αν ήταν η απόφαση της εκστρατείας, οποιουδήποτε τα εγκληματικά λάθη διαχείρισής της, ποια ήταν η πρόθεση, ποια η λογική, ποιος ο στόχος του μικρασιατικού εγχειρήματος; Η «διεκδίκηση ρόλου της Ελλάδας στην Ανατολή»;
Μέσα σε ογδόντα εννέα χρόνια, η ηγέτις διανόηση στο ελλαδικό κράτος μοιάζει να έχει λησμονήσει τις θεμελιώδεις ιστορικές συντεταγμένες της «αλυτρωτικής πολιτικής» του Βενιζέλου: Οτι όσο ελληνικός ήταν το 1821 ο Μοριάς και η Ρούμελη (ή οι παραδουνάβιες ηγεμονίες από όπου ξεκίνησε την ελληνική επανάσταση ο Αλέξανδρος Υψηλάντης), τόσο, ίσως και περισσότερο, ήταν ελληνική το 1922 η Ιωνία, η Καππαδοκία, ο Πόντος, η Φρυγία, η Λυκαονία, η Παμφυλία, η Κιλικία, η Γαλατία, η Αιολία, η Αμασεία.
Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε, νηφάλια και σοβαρά (και μακάρι να γινόταν κάποτε), αν ήταν ή όχι καίριο πολιτικό λάθος του Βενιζέλου η «αλυτρωτική πολιτική» – η προσπάθεια να ενσωματώσει το νεόκοπο ελλαδικό κράτος τους ελληνόφωνους πληθυσμούς και τις πανάρχαιες κοιτίδες τους που βρίσκονταν ακόμα κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ασφαλώς το ιστορικό όχημα και σχήμα οργάνωσης της συλλογικότητας, που κυριάρχησε στη νεωτερική Ευρώπη με τον Διαφωτισμό, ήταν αυτό του έθνους - κράτους. Αλλά η πολιτική ιδιοφυΐα του Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν δυνατό να μην διερωτηθεί ποτέ, αν οι μεγάλες τότε δυνάμεις της Ευρώπης θα ανέχονταν, σε οποιαδήποτε περίπτωση, τη δημιουργία ενός ελληνικού εθνικού κράτους που θα ανάσταινε και πάλι τον προαιώνιο και μισητό αντίπαλο της Δύσης, το Βυζάντιο; (Για να τεκμηριωθεί το επίθετο «μισητός» θα αρκούσαν οι χαρακτηρισμοί του Βολταίρου, και μόνο, για ό, τι στη Δύση, με σκόπιμη ψευδωνυμία, τιτλοφορήθηκε «Βυζάντιο»).
Για να σωθούν από τη μεθοδική εξόντωση τα εκατομμύρια των Ελλήνων της Μικρασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Ρωμυλίας, μοναδική πολιτική δυνατότητα ήταν η ενσωμάτωσή τους στο ελλαδικό κράτος; Αναζήτησε ποτέ ο Βενιζέλος άλλες λύσεις, προβληματίστηκε ποτέ με τις απόψεις ή έστω τις ανησυχίες του Ιωνα Δραγούμη, λ. χ., του Αθανάσιου Σουλιώτη, του Κ. Σ. Σοκόλη; Μήπως το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν» ευνούχιζε ακόμα και την πανθομολογούμενη πολιτική ιδιοφυΐα του Βενιζέλου; Οταν τολμάει έστω και να διερωτηθεί κανείς για τυχόν πολιτικά λάθη του ειδωλοποιημένου Κρητός, η άμεση απάντηση είναι: «μα διπλασίασε την Ελλάδα». Και η ανταπάντηση στην ένσταση (που συνήθως δεν προλαβαίνει να διατυπωθεί) θα ήταν: ναι, και θα μπορούσε ίσως να την τριπλασιάσει, όμως από τη στιγμή που αντιλαμβανόταν τον Ελληνισμό ως έθνος-κράτος, τον καταδίκαζε να αποτελέσει βαλκανική επαρχία.
Χρειάζεται πολύ σοβαρή μελέτη για να εντοπίσει κανείς εναλλακτικά ενδεχόμενα έναντι της βενιζελικής «αλυτρωτικής πολιτικής». Το μάλλον φανερό για όποιον μελετάει την Ιστορία όχι από μπροσούρες, είναι ότι το νεοελληνικό κρατίδιο οφείλει τη σύστασή του στον ευρωπαϊκό φιλελληνισμό. Ναι μεν ο ηρωισμός των επαναστατών του ’21 ήταν το έναυσμα, αλλά, αν μετά τον εμφύλιο που ρήμαξε τη χώρα δεν ερχόταν το Ναυαρίνο και αν μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια δεν ακολουθούσαν τα είκοσι χρόνια της Βαυαροκρατίας, λογικά το νεοελληνικό κράτος δεν θα υπήρχε. Το ερώτημα λοιπόν είναι: Η μυθοποιημένη πολιτική ιδιοφυΐα του Βενιζέλου διερωτήθηκε ποτέ: γιατί άραγε ο φιλελληνισμός, όχι των ρομαντικών διανοουμένων, αλλά των κυβερνήσεων της Ευρώπης; Είναι ποτέ δυνατό η πολιτική να υπηρετεί αισθήματα και όχι συμφέροντα;
Για να κατανοήσουμε τον νεωτερικό φιλελληνισμό της Δύσης, πρέπει να μελετήσουμε σοβαρά την εργώδη και πολυμήχανη προσπάθεια των Δυτικών, για πολλούς αιώνες (τους μέσους και σκοτεινούς), να σφετεριστούν την ελληνική αρχαιότητα, να εμφανιστούν ως αποκλειστικοί συνεχιστές και (δικαιωματικά) διαχειριστές της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς. Αν σπουδάσουμε τη μεθόδευση και τον φανατισμό αυτού του σφετερισμού θα κατανοήσουμε ώς και τον Huntington (τη λογική της πολιτικής του ΝΑΤΟ) στις μέρες μας.
Πάντως, είναι περισσότερο από φανερό ότι τον σφετερισμό θα τον παγίωνε τελεσίδικα η ίδρυση ενός κρατιδίου ελληνοφώνων, που στα λιγοστά του εδάφη, θα περιλάμβανε τα ένδοξα τοπωνύμια της αρχαιότητας (Αθήνα, Σπάρτη, Θήβα, Πλαταιές, Δελφούς κ. λπ.), κρατιδίου με ριζικά εκδυτισμένη συνείδηση και ταυτότητα («ανήκομεν εις την Δύσιν»), πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς δάνειους, μεταπρατικούς. Οχι τυχαία, η θεωρία του Κοραή για τη «μετακένωση» έγινε η επίσημη ιδεολογία του κρατιδίου και παραμένει ώς σήμερα (για να ξαναγίνουμε Ελληνες εμείς οι εκβαρβαρισμένοι Γραικοί του βαλκανικού Νότου, έλεγε ο Κοραής, πρέπει πρώτα να εκδυτικιστούμε, για να επαναπροσλάβουμε την ελληνικότητα από τη Δύση που τη διέσωσε).
Αν υπήρχε στον πολιτικό ορίζοντα ηγετικό ανάστημα ικανό να αναμετρηθεί με τις πραγματικές αιτίες αποσύνθεσης του ελλαδικού κράτους, η έξοδος από το ευρώ, η ανακοπή «ολοκλήρωσης» του αλλοτριωτικού εκδυτικισμού της χώρας, θα μπορούσε να σημάνει κάτι σαν πραγματική νεκρανάσταση. Φτάσαμε πια στο έσχατο όριο των συνεπειών του μετραπρατισμού του πιθηκισμού, της χαμένης ταυτότητας.
Iδιοφυής διανοούμενος, επιφανής στον χώρο της ελλαδικής δημοσιογραφίας, έγραφε πριν κάποιες μέρες:
«Για τον ελληνικό 21ο αιώνα η έξοδος από το ευρώ θα ισοδυναμεί με την καταστροφή του 1922. Mε τη διαφορά όμως ότι τότε η Eλλάδα έσπασε τα μούτρα της διεκδικώντας ρόλο στην Aνατολή. Eνώ τώρα η καταστροφή θα έχει πλήξει την πορεία για την ολοκλήρωσή της ως κράτους της Δύσης».
Διατύπωση αξιοπρόσεκτα ενδεικτική. Δείχνει με σαφήνεια ποια πληροφόρηση και ποιες κριτικές αξιολογήσεις συγκροτούν την ιστορική συνείδηση, όχι της ημιμορφωμένης (και γι’ αυτό δοκησίσοφης) πλειονότητας των Ελλαδιτών, αλλά χαρισματικών διανοουμένων που, είτε το θέλουν είτε όχι, ηγούνται σήμερα: διαμορφώνουν νοο-τροπία, κριτήρια, συλλογικές στοχεύσεις.
Σίγουρα η μικρασιατική εκστρατεία, που κατέληξε στην καταστροφή του 1922, ήταν πελώριο λάθος, στρατηγικό αλλά και πολιτικό. Προσπαθούμε απεγνωσμένα να το χρεώσουμε μόνο στους αντιπάλους του Βενιζέλου, για να περισώσουμε τη συναισθηματική μας «λογική» που έχει ανάγκη την ειδωλοποίηση του «εθνάρχη». Ομως, οποιουδήποτε ευθύνη κι αν ήταν η απόφαση της εκστρατείας, οποιουδήποτε τα εγκληματικά λάθη διαχείρισής της, ποια ήταν η πρόθεση, ποια η λογική, ποιος ο στόχος του μικρασιατικού εγχειρήματος; Η «διεκδίκηση ρόλου της Ελλάδας στην Ανατολή»;
Μέσα σε ογδόντα εννέα χρόνια, η ηγέτις διανόηση στο ελλαδικό κράτος μοιάζει να έχει λησμονήσει τις θεμελιώδεις ιστορικές συντεταγμένες της «αλυτρωτικής πολιτικής» του Βενιζέλου: Οτι όσο ελληνικός ήταν το 1821 ο Μοριάς και η Ρούμελη (ή οι παραδουνάβιες ηγεμονίες από όπου ξεκίνησε την ελληνική επανάσταση ο Αλέξανδρος Υψηλάντης), τόσο, ίσως και περισσότερο, ήταν ελληνική το 1922 η Ιωνία, η Καππαδοκία, ο Πόντος, η Φρυγία, η Λυκαονία, η Παμφυλία, η Κιλικία, η Γαλατία, η Αιολία, η Αμασεία.
Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε, νηφάλια και σοβαρά (και μακάρι να γινόταν κάποτε), αν ήταν ή όχι καίριο πολιτικό λάθος του Βενιζέλου η «αλυτρωτική πολιτική» – η προσπάθεια να ενσωματώσει το νεόκοπο ελλαδικό κράτος τους ελληνόφωνους πληθυσμούς και τις πανάρχαιες κοιτίδες τους που βρίσκονταν ακόμα κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ασφαλώς το ιστορικό όχημα και σχήμα οργάνωσης της συλλογικότητας, που κυριάρχησε στη νεωτερική Ευρώπη με τον Διαφωτισμό, ήταν αυτό του έθνους - κράτους. Αλλά η πολιτική ιδιοφυΐα του Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν δυνατό να μην διερωτηθεί ποτέ, αν οι μεγάλες τότε δυνάμεις της Ευρώπης θα ανέχονταν, σε οποιαδήποτε περίπτωση, τη δημιουργία ενός ελληνικού εθνικού κράτους που θα ανάσταινε και πάλι τον προαιώνιο και μισητό αντίπαλο της Δύσης, το Βυζάντιο; (Για να τεκμηριωθεί το επίθετο «μισητός» θα αρκούσαν οι χαρακτηρισμοί του Βολταίρου, και μόνο, για ό, τι στη Δύση, με σκόπιμη ψευδωνυμία, τιτλοφορήθηκε «Βυζάντιο»).
Για να σωθούν από τη μεθοδική εξόντωση τα εκατομμύρια των Ελλήνων της Μικρασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Ρωμυλίας, μοναδική πολιτική δυνατότητα ήταν η ενσωμάτωσή τους στο ελλαδικό κράτος; Αναζήτησε ποτέ ο Βενιζέλος άλλες λύσεις, προβληματίστηκε ποτέ με τις απόψεις ή έστω τις ανησυχίες του Ιωνα Δραγούμη, λ. χ., του Αθανάσιου Σουλιώτη, του Κ. Σ. Σοκόλη; Μήπως το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν» ευνούχιζε ακόμα και την πανθομολογούμενη πολιτική ιδιοφυΐα του Βενιζέλου; Οταν τολμάει έστω και να διερωτηθεί κανείς για τυχόν πολιτικά λάθη του ειδωλοποιημένου Κρητός, η άμεση απάντηση είναι: «μα διπλασίασε την Ελλάδα». Και η ανταπάντηση στην ένσταση (που συνήθως δεν προλαβαίνει να διατυπωθεί) θα ήταν: ναι, και θα μπορούσε ίσως να την τριπλασιάσει, όμως από τη στιγμή που αντιλαμβανόταν τον Ελληνισμό ως έθνος-κράτος, τον καταδίκαζε να αποτελέσει βαλκανική επαρχία.
Χρειάζεται πολύ σοβαρή μελέτη για να εντοπίσει κανείς εναλλακτικά ενδεχόμενα έναντι της βενιζελικής «αλυτρωτικής πολιτικής». Το μάλλον φανερό για όποιον μελετάει την Ιστορία όχι από μπροσούρες, είναι ότι το νεοελληνικό κρατίδιο οφείλει τη σύστασή του στον ευρωπαϊκό φιλελληνισμό. Ναι μεν ο ηρωισμός των επαναστατών του ’21 ήταν το έναυσμα, αλλά, αν μετά τον εμφύλιο που ρήμαξε τη χώρα δεν ερχόταν το Ναυαρίνο και αν μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια δεν ακολουθούσαν τα είκοσι χρόνια της Βαυαροκρατίας, λογικά το νεοελληνικό κράτος δεν θα υπήρχε. Το ερώτημα λοιπόν είναι: Η μυθοποιημένη πολιτική ιδιοφυΐα του Βενιζέλου διερωτήθηκε ποτέ: γιατί άραγε ο φιλελληνισμός, όχι των ρομαντικών διανοουμένων, αλλά των κυβερνήσεων της Ευρώπης; Είναι ποτέ δυνατό η πολιτική να υπηρετεί αισθήματα και όχι συμφέροντα;
Για να κατανοήσουμε τον νεωτερικό φιλελληνισμό της Δύσης, πρέπει να μελετήσουμε σοβαρά την εργώδη και πολυμήχανη προσπάθεια των Δυτικών, για πολλούς αιώνες (τους μέσους και σκοτεινούς), να σφετεριστούν την ελληνική αρχαιότητα, να εμφανιστούν ως αποκλειστικοί συνεχιστές και (δικαιωματικά) διαχειριστές της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς. Αν σπουδάσουμε τη μεθόδευση και τον φανατισμό αυτού του σφετερισμού θα κατανοήσουμε ώς και τον Huntington (τη λογική της πολιτικής του ΝΑΤΟ) στις μέρες μας.
Πάντως, είναι περισσότερο από φανερό ότι τον σφετερισμό θα τον παγίωνε τελεσίδικα η ίδρυση ενός κρατιδίου ελληνοφώνων, που στα λιγοστά του εδάφη, θα περιλάμβανε τα ένδοξα τοπωνύμια της αρχαιότητας (Αθήνα, Σπάρτη, Θήβα, Πλαταιές, Δελφούς κ. λπ.), κρατιδίου με ριζικά εκδυτισμένη συνείδηση και ταυτότητα («ανήκομεν εις την Δύσιν»), πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς δάνειους, μεταπρατικούς. Οχι τυχαία, η θεωρία του Κοραή για τη «μετακένωση» έγινε η επίσημη ιδεολογία του κρατιδίου και παραμένει ώς σήμερα (για να ξαναγίνουμε Ελληνες εμείς οι εκβαρβαρισμένοι Γραικοί του βαλκανικού Νότου, έλεγε ο Κοραής, πρέπει πρώτα να εκδυτικιστούμε, για να επαναπροσλάβουμε την ελληνικότητα από τη Δύση που τη διέσωσε).
Αν υπήρχε στον πολιτικό ορίζοντα ηγετικό ανάστημα ικανό να αναμετρηθεί με τις πραγματικές αιτίες αποσύνθεσης του ελλαδικού κράτους, η έξοδος από το ευρώ, η ανακοπή «ολοκλήρωσης» του αλλοτριωτικού εκδυτικισμού της χώρας, θα μπορούσε να σημάνει κάτι σαν πραγματική νεκρανάσταση. Φτάσαμε πια στο έσχατο όριο των συνεπειών του μετραπρατισμού του πιθηκισμού, της χαμένης ταυτότητας.
0 Response to "Aνάκαμψη χωρίς ραχοκοκαλιά;"