Όταν πριν από δέκα χρόνια η Αττική άρχισε να «χορεύει» στους ρυθμούς των 5,9 Ρίχτερ σεισμολόγοι και ειδικοί πιάστηκαν στον ύπνο καθώς κανείς τους δεν περίμενε ότι θα γινόταν ένας τέτοιος σεισμός από το ρήγμα που υπήρχε στην Πάρνηθα.
Ύστερα από δέκα χρόνια από το φονικό σεισμό της Αθήνας που άφησε πίσω του 143 νεκρούς, 1600 τραυματίες και περισσότερους από 50.000 άστεγους η επιστημονική γνώση που πήραν οι σεισμολόγοι και οι ειδικοί τόσο σε επίπεδο αντισεισμικού σχεδιασμού όσο και σε επίπεδο γνώσης ήταν σημαντική αλλά αυτά που έπραξαν πολύ λίγα ώστε να περιοριστεί ο σεισμικός κίνδυνος της χώρας. Ακόμη και σήμερα που έχουμε σεισμικές δονήσεις από ρήγματα που βρίσκονται πολύ κοντά στην Αττική όπως αυτό στον Ευβοϊκό κόλπο που έδωσε πριν από λίγες ημέρες 4,2 Ρίχτερ, ανησυχούν τους κατοίκους ενώ ξυπνούν μνήμες του 1999......

Σύμφωνα με επιστήμονες υπάρχουν ακόμη περιοχές πολύ κοντά στην Αθήνα που μπορούν να δώσουν ισχυρό σεισμό. Αλλά και περιοχές που σύμφωνα με την περιοδικότητά τους «χρωστούν» να δώσουν σεισμό όπως είναι το ρήγμα των Αλκυονίδων. Επίσης, περιοχές όπως είναι ο Κορινθιακός κόλπος ή το ρήγμα της Αταλάντης στη Θήβα, μπορούν να δώσουν ανά πάσα στιγμή κάποιο ισχυρό σεισμό, αλλά και περιοχές στη χώρα όπου το μέγεθος που μπορούν να δώσουν φτάνει ακόμη και τα 6 ή 6,5 Ρίχτερ, όπως είναι το Ιόνιο και συγκεκριμένα από το νότιο τμήμα της Κέρκυρας μέχρι νοτίως της Κεφαλονιάς, εκεί δηλαδή που εκτείνεται το επονομαζόμενο «Ελληνικό τόξο».
Εκεί που δίνουν μεγάλη προσοχή οι επιστήμονες είναι στο σεισμικό τόξο που εκτείνεται από τις Αλκυονίδες στον Κορινθιακό κόλπο, πηγαίνει προς τη Θήβα και καταλήγει στο νότιο Ευβοϊκό. «Ο σεισμός του 1999 εντάσσεται στο τεκτονικό σύστημα που περιλαμβάνει τον Κορινθιακό κόλπο και την προς την Αττική επέκτασή του. Δέκα ισχυροί σεισμοί έγιναν στο σύστημα αυτό στα τελευταία 100 χρόνια που από δυτικά προς ανατολικά είναι: 1909 και 1995 Αίγιο, 1965 Ερατινή, 1992 Γαλαξίδι, 1970 Ιτέα, 1981 Αλκυονίδες, 1928 Κόρινθος, 1914 Θήβα, 1999 Πάρνηθα, 1938 Ωρωπός. Η μετασεισμική επιφάνεια του 1999 καλύπτει τις δυτικές και νότιες συνοικίες του πολεοδομικού συγκροτήματος των Αθηνών και γι’ αυτό οι μετασεισμοί γινόντουσαν αισθητοί κυρίως σ’ αυτές τις περιοχές» επισημαίνει ο διευθυντής ερευνών στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο Αστεροσκοπείο Αθηνών Δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος ο οποίος προσθέτει: «Υπάρχει ένα σεισμικό το τόξο από τις Αλκυονίδες που πηγαίνει προς τη Θήβα και φθάνει μέχρι τον Ωρωπό το νότιο Ευβοϊκό. Αυτό το τόξο που έχει μήκος περίπου 60 χλμ και οριοθετεί προς τα βόρεια και βορειοδυτικά την Αττική έχει δώσει κατ’επανάληψη σεισμούς στην Αττική. Αυτό το σεισμικό τόξο είναι που κατά τη γνώμη μου πρέπει να μελετηθεί περισσότερο. Δεν έχουμε ενδείξεις ότι θα δώσει σεισμό δεν υπάρχει καμία ένδειξη τώρα αλλά χρειάζεται περισσότερη έρευνα και μελέτη για να δούμε ακριβώς τις ιδιότητες των σεισμών που έχει δώσει στο παρελθόν. Από εκείνο το τόξο μπορούμε να έχουμε σεισμούς μέχρι 6,7 και 6,8 Ρίχτερ όπως όταν έδωσε το 1981».
Ιδιαίτερη προσοχή στις περιοχές που είναι πιο σεισμογενείς σύμφωνα με τον αντισεισμικό κανονισμό και που δίνουν συχνά σεισμό, συνιστά ο καθηγητής σεισμολογίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Κώστας Παπαζάχος «Είναι προφανές ότι οι περιοχές με μεγάλη σεισμικότητα πρέπει να τις προσέχουμε αρκετά. Το λέει ο αντισεισμικός κανονισμός, για παράδειγμα ένα σπίτι στο Ιόνιο δεν το χτίζεις όπως θα το έκτιζες στη Νάουσα. Από το 2006 έχουμε πάρα πολλούς σεισμούς στο Ελληνικό τόξο και ειδικότερα στο δυτικό τμήμα. Συνεπώς εκεί επικεντρώνεται η έρευνα». Ο κ. Παπαζάχος εξήγησε επίσης ότι δέκα χρόνια μετά το σεισμό της Αθήνας υπάρχουν θετικά και αρνητικά. « Νομίζω ότι μετά το σεισμό της Αθήνας έχουμε βελτιωθεί τόσο στο χρόνο μετά το σεισμό, δηλαδή στην αντιμετώπιση των προβλημάτων όπως και σε θέματα που έχουν να κάνουν με την παρακολούθηση του σεισμού κατά τη διάρκειά του και εκεί έχουμε βελτιωθεί. Παραμένουν τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με το πριν. Δηλαδή με τους αντισεισμικούς ελέγχους και τα αντισεισμικά μέτρα που πρέπει να πάρουμε. Θα πρέπει η πολιτεία να επενδύσει χρήμα και χρόνο για να πάρει μέτρα όσο σκληρά και αν είναι». Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών κ. Άκης Τσελέντης ο οποίος μιλώντας στο ΘΕΜΑ τόνισε ότι: «Δυστυχώς ο σεισμός της Αθήνας δεν είναι ο τελευταίος που κτύπησε μία ελληνική πόλη και αν λάβει κανείς την πληθώρα τον ενεργών σεισμικών ρηγμάτων που διατρέχουν από άκρου εις άκρο την πατρίδα μας είναι απλώς θέμα χρόνου να επαναληφθεί το ίδιο φαινόμενο με τις ίδιες ίσως και μεγαλύτερες επιπτώσεις».
Ενώ επισημαίνει: «Είναι αδιανόητο στη χώρα μας να μην υπάρχει στοιχειώδης συνεργασία όλων των εν λειτουργία σεισμολογικών δικτύων και η καθημερινή λεπτομερής ανάλυση (και όχι απλώς μερικές τυπικές ανακοινώσεις) της μικροσεισμικότητας, η συσχέτιση τους με ενεργά ρήγματα και η εφαρμογή μοντέλων βραχείας εκτίμησης (έστω και με περιθώρια λάθους) γένεσης ενός μεγαλύτερου σεισμού τις επόμενες ημέρες η εβδομάδες. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η συνεχιζόμενη δράση στον Κορινθιακό, μία περιοχή με τεράστιο σεισμικό δυναμικό. Δυστυχώς το Εθνικό σεισμολογικό δίκτυο θα έλεγα ότι υπολειτουργεί τόσο λόγω έλλειψης στοιχειώδους χρηματοδότησης όσο και μη σωστού συντονισμού και αξιοποίησης των εμπειρότατων κατά τα άλλα Ελλήνων επιστημόνων».



You can leave a response, or trackback from your own site.

0 Response to "Επικίνδυνες για σεισμό οι περιοχές από Αλκυονίδες μέχρι νότιο Ευβοικό"