Η ανοχή του κόσμου απέναντι στο πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας βρίσκεται πια στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 35 ετών.

Το μεταπολιτευτικό σκηνικό βρίσκεται στα τελευταία του και είναι κοινή συνείδηση ότι κάτι πρέπει επιτέλους να αλλάξει. Άλλοι το ονομάζουν "νέα μεταπολίτευση", άλλοι το ονομάζουν "πράσινη ανάπτυξη", λίγη σημασία έχει. Το νόημα είναι το ίδιο.

Τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα έχουν διαπιστώσει ότι έχουν φτάσει στο χείλος του γκρεμού και πρέπει ΑΜΕΣΑ να προβούν σε βαθιές αλλαγές προκειμένου να συνεχίσουν να αποτελούν λύσεις στη συνείδηση του κόσμου για το μέλλον της πατρίδας. Μπορεί ένας πολίτης να ψηφίζει το ένα ή το άλλο κόμμα, μπορεί να υπάρχουν ιδεολόγοι και ρομαντικοί της πολιτικής, μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ακόμα σε ηγέτες, η πλειοψηφία όμως δεν είναι αυτή.

Η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος έχει κάνει τη δική της αλλαγή εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Οι περισσότεροι ψηφίζουν είτε γιατί αναζητούν μια ικανοποίηση των συμφερόντων τους, είτε γιατί προσδοκούν στην υλοποίηση μιας υπόσχεσης, είτε επειδή έχουν έναν καλό φίλο "στα πράγματα", είτε γιατί κατά καιρούς αηδίασαν με τον έναν και ψήφισαν τον άλλο και πιθανώς αυτό να το έχουν κάνει ήδη τρεις - τέσσερις φορές μέχρι τώρα.

Ο κόσμος που ψηφίζει με καθαρά πολιτικό κριτήριο σε πολύ λίγο χρόνο θα αποτελεί μουσειακό είδος αν δεν αλλάξουν άρδην τα πράγματα.

Σημαντικό στοιχείο είναι και το γεγονός ότι πια οι περισσότεροι συμφωνούν στο ότι αυτή η απαξίωση της πολιτικής οφείλεται κυρίως σε πρόσωπα και όχι σε ιδέες, προτάσεις ή ιδεολογικές κατευθύνσεις. Πολύς κόσμος έχει φτάσει στο σημείο ιδεολογικά να είναι κατασταλαγμένος, αλλά να αδυνατεί να βρει ανθρώπους μέσα στα κόμματα που θα μπορέσουν πολιτικά να εκφράσουν ακόμα και την ιδεολογική πλατφόρμα του ίδιου του κόμματος στο οποίο βρίσκονται ή ανήκουν στην ηγετική του ομάδα ή αποτελούν την επιλογή του κόμματος στην αυτοδιοίκηση, στους φορείς ή οπουδήποτε αλλού μπορεί να εκφραστεί η συνειδητή επιλογή ενός κομματικού σχηματισμού.

Το στοίχημα των τοπικών κοινωνιών είναι το κυριότερο πεδίο δοκιμής του στελεχιακού δυναμικού ενός κόμματος. Τα τοπικά στελέχη, δημοτικοί άρχοντες, δημοτικοί σύμβουλοι, νομαρχιακοί κτλ κτλ είναι η βιτρίνα του κάθε κόμματος στην τοπική κοινωνία. Η βασική προσλαμβάνουσα δηλαδή που έχει ο κάθε πολίτης για κάθε κόμμα.

Δεν υπάρχουν μόνο πρόσωπα διεφθαρμένα. Δεν χρειάζεται κάποιος να είναι ή να καταστεί "κλέφτης και ψεύτης" για να δώσει ο ίδιος τέλος στην πολιτική του πορεία. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις και έχω την αίσθηση ότι είναι οι περισσότερες. Υπάρχουν άνθρωποι που τραβάνε πολιτικές καριέρες από τα μαλλιά. Που ενώ γνωρίζουν ότι έδωσαν όσα είχαν να δώσουν, που γνωρίζουν ότι επήλθε το φυσιολογικό κλείσιμο του κύκλου τους, που έχουν προσφέρει πολλά, δεν έχουν τη γενναιότητα και την παλικαριά να αποχωρήσουν στο αποκορύφωμα της λάμψης τους και να περάσουν σε άλλους τομείς όντας περήφανοι και αυτοί και ο τόπος τους για την προσφορά τους. Παραμένουν πεισματικά στις θέσεις τους κόβοντας το δρόμο στη φυσιολογική εξέλιξη της ζωής που είναι η γέννηση του νέου, η αλλαγή της σκυτάλης. Και φθείρονται ανεπανόρθωτα.

Αυτοί δεν κάνουν όμως τη μεγαλύτερη ζημιά. Το χείριστο είδος πολιτικού είναι εκείνου που πιστεύει ότι έχει το αλάθητο. Που κατακεραυνώνει τους άλλους για πρακτικές που και ο ίδιος όμως επιτελεί σε χαμηλότερα επίπεδα ή μέσα στην κοινωνία που δραστηριοποιείται πολιτικά.

Συγκεκριμένο παράδειγμα :

Για μια μακρά περίοδο πολιτικοί της Κορινθίας παραπονούνταν ότι δεν τους δεχόταν ο τάδε Υπουργός, ότι δεν τους σήκωνε το τηλέφωνο ο δείνα Γραμματέας, ότι δεν μπορούσαν να περάσουν διάφορες πόρτες όποτε τους κάπνιζε, λες και ο κάθε Υπουργός είναι η ερωμένη τους, η μαμά τους ή η κυρά τους που θα τη φωνάξουν να τους ράψει το κουμπί.

Και ακουγόταν η μόνιμη επωδός :

"Εγώ είμαι ο ΑΥΤΟΣ, ο ΤΟΥΤΑΓΧΑΜΟΝ, ο ΦΑΡΑΩ, ο ΜΠΗΞΕ, ο ΔΕΙΞΕ, ο ΓΑΜΩΝ και ο ΔΕΡΝΩΝ ! Πως τολμά ο τάδε Υπουργός να μη μου σηκώνει το τηλέφωνο, να μη δέχεται να μου μιλήσει, να μη δέχεται να πάω στο γραφείο του να απλώσω τις αρίδες μου και να του ρίξω ένα χέσιμο όπως μόνο εγώ ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ξέρω ;".

Εκεί ένιωθαν "μικρότεροι" από τον Υπουργό και πίστευαν (σωστά) ότι θα έπρεπε εκείνος να βρίσκεται πιο κοντά τους, να τους ακούσει, να τους βοηθήσει.

Τί κάνουν όμως οι ίδιοι στα δικά τους τα λημέρια όπου είναι εκείνοι στη θέση του μεγαλύτερου ; Έχουν τη συμπεριφορά που ΑΠΑΙΤΟΥΝ ουρλιάζοντας από τον κάθε Υπουργό ; Σηκώνουν τα τηλέφωνα ; Ανοίγουν τη δική τους πόρτα ;

ΟΧΙ. Νομίζουν ότι επιτελούν αυτή τη συνθήκη πηγαίνοντας στον καφενέ με το κουστούμι, χτυπώντας πλάτες και κάνοντας πλάκα με τους συγχωριανούς. Νομίζουν ότι αν πουν "καλημέρα", "γειά" και δώσουν μια χειραψία, επιτέλεσαν το συσχετισμό σεβασμού προς τον πολίτη που του ζητούν να τους ψηφίσει. Λες και ο πολίτης είναι η δεκατριάχρονη φαν του Ρουβά που βάζει τα κλάματα μόλις ο Σάκης της ρίξει ένα βλέμμα ή της πετάξει το ιδρωμένο του πουκάμισο στη μάπα. Και να ήταν όλοι αυτοί σαν το Σάκη άντε να πάει στα κομμάτια θα λέγαμε, θα ήταν ποπ είδωλα. Σαν ανάποδο γαμώτο είναι οι περισσότεροι. Μικρόψυχοι, μικροπρεπείς, αγενείς, άξεστοι, αρχοντοχωριάτες, τσιφλικομούρηδες και επαρμένοι επειδή ράψανε δυό κουστούμια και φόρεσαν γυαλιστερά παπούτσια.

Χρειάζεται άμεσα αλλαγή νοοτροπίας.

Στην παρούσα φάση μια τέτοια αλλαγή μπορεί να την κάνει ένα κόμμα όταν είναι στην αντιπολίτευση γιατί τότε έχει την πολυτέλεια του χρόνου και την άνεση των κινήσεων. Για κυβέρνηση είναι πιο δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο.

Αυτές οι τακτικές δε μπορούν πια να επιβιώσουν στην Ελλάδα. Η χώρα πήγε πιο μπροστά από αυτούς. Οι νέοι σχεδόν όλοι είναι πτυχιούχοι, ένας στους πέντε έχει μεταπτυχιακά, ένας στους 50 έχει διδακτορικό τίτλο και είναι φυσιολογικό να αναζητούν άλλη συμπεριφορά από αυτή που έδειχνε ένας πολιτικός στον παππού τους πριν από τριάντα χρόνια που του έπιανε στον παππού το μάγουλο και ο παππούς ακόμα λέει ότι ο τάδε "είναι φίλος μου, με αγαπάει".

Η πιάτσα πια τον πολιτικό τον θέλει συνοδοιπόρο, τον θέλει βγαλμένο από τα σπλάχνα της με τις ίδιες αγωνίες και τις ίδιες ανησυχίες. Τον θέλει να δίνει λύσεις και όχι χαιρετούρες. Και αν δεν δίνει λύσεις να μάχεται για αυτές. Να τον ακούσει να λέει και να μεταφέρει το δικό τους αίτημα (όχι να τους κάνει την εξυπηρέτηση), τον θέλει να αρθρώνει πολιτικό λόγο και όχι γενικόλογες βιοψυχολογικές θεωρίες.

Ειδικά οι νέοι από την 1η Γυμνασίου μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους ακούνε και μαθαίνουν θεωρίες, διψάνε για δράση, για παρέμβαση, για σύμπραξη, για πρόοδο.

Θέλουν να τους ακούνε και όχι να φορέσουν τα καλά τους λές και πάνε στην εκκλησία για να τους πάει ο μπαμπάς τους στο πολιτικό γραφείο και να τους γνωρίσει στον τοπικό άρχοντα. Χέστηκαν (με το συμπάθιο) για τη γνωριμία. "Τί άλλαξε πατέρα στο χωριό ;", "Τί έφτιαξε ο Δήμαρχος για τη νεολαία ;", "Ποιές υποδομές έχουμε για να δουλέψω τώρα που πήρα το τρίτο μεταπτυχιακό μου στη διοίκηση ενεργειακών βιοκλιματικών μονάδων ;". Αυτά θα ρωτήσει σήμερα ο νέος τον πατέρα του.

Και επειδή δεν φταίει ο πατέρας, θα πρέπει ΠΟΛΥ ΓΡΗΓΟΡΑ αυτοί οι κύριοι να του δώσουν επιχειρήματα, αλλιώς να πάνε σπίτια τους και να βρεθούν άνθρωποι που τουλάχιστον θα δώσουν αξία σε αυτά τα ερωτήματα. Που θα δώσουν βάρος, ορμή, όρεξη για δουλειά. Όλα τα άλλα είναι για τις ρούγες.

Ο πολιτικός δεν κρίνεται από την ηλικία του, κρίνεται από το αν επιτελεί την ουσία και τα ζητούμενα της πολιτικής της εποχής. Αν απαντά στις προκλήσεις, αν έχει απτά αποτελέσματα των παρεμβάσεών του. Δεν απλώς θέμα αντικατάστασης, είναι πολύ βαθύτερο. Δεν είναι θέμα προσαρμογής, είναι θέμα κουλτούρας. Δεν είναι θέμα ιδεολογίας, είναι θέμα αρχής.


Ευχήνορας
You can leave a response, or trackback from your own site.

0 Response to "Η ξεφτίλα μέρους του πολιτικού προσωπικού - Ευχήνορας"