Με αφορμή την ψήφιση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Εσωτερικών για το σύστημα επιλογής προϊσταμένων στο δημόσιο, ο Βουλευτής Κορινθίας κ. Κώστας Κόλλιας έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις:
«Η Νέα Δημοκρατία αποχώρησε από τη συζήτηση του σχεδίου νόμου που έφερε ο Υπουργός Εσωτερικών στο Κοινοβούλιο σχετικά με το νέο σύστημα επιλογής προϊσταμένων του δημοσίου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας όχι μόνο για αυτό καθεαυτό περιεχόμενο των διατάξεων, αλλά για το σύνολο των μεθοδεύσεων που συνόδευσαν αυτό το νομοσχέδιο. Κατ’ αρχήν είχαμε μία πρωτοφανή προσπάθεια να περάσει το σχέδιο νόμου από τη Βουλή με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Υπουργός Εσωτερικών το κατέθεσε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να μείνει η δημόσια διοίκηση ακέφαλη επί μακρόν. Η Κυβέρνηση βεβαίως δεν επέδειξε την ίδια ευαισθησία και σπουδή κατά τον διορισμό Γενικών Γραμματέων στα Υπουργεία και τις Περιφέρειες, αφήνοντας κορυφαίες, νευραλγικές υπηρεσίες χωρίς ηγεσία επί μήνες. Πρόκειται για απροκάλυπτη πρόφαση, καθώς στόχος του Υπουργείου ήταν να μην γίνει εκτεταμένη συζήτηση του νομοσχεδίου ούτε στην αρμόδια Επιτροπή, ούτε στην ολομέλεια, να μην ακουστεί η γνώμη φορέων και βουλευτών.
Έπειτα από τη γενικευμένη κατακραυγή, ακόμα και από βουλευτές της συμπολίτευσης, ο Υπουργός συμφώνησε να ακολουθηθεί η ορθή θεσμική διαδικασία. Υπέπεσε όμως σε δεύτερο θεσμικό παράπτωμα, το οποίο αυτή τη φορά κινείται στα όρια της συνταγματικότητας. Ο κ. Ραγκούσης κατέθεσε τροπολογία, η οποία εκχωρεί στον Πρωθυπουργό την απόλυτη εξουσία να αναθέτει απευθείας έργα, μελέτες και υπηρεσίες σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ακόμα και για θέματα απόρρητα ή εμπιστευτικά, και να καθορίζει τις αμοιβές τους. Αυτές οι υπερεξουσίες αντιβαίνουν κάθε έννοια δημοκρατίας, κοινοβουλευτισμού και διαφάνειας. Ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης, όταν διακυβεύονται ύψιστης σημασίας εθνικά θέματα, η απευθείας ανάθεση εθνικών ζητημάτων σε πρόσωπα της αποκλειστικής επιλογής του Πρωθυπουργού γεννά εύλογα ερωτήματα ως προς τις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται.
Η εν λόγω τροπολογία δεν είναι η μόνη διάταξη του νομοσχεδίου που εγείρει ερωτηματικά ως προς τη συνταγματικότητά της. Η εμπλοκή, για παράδειγμα, μελών ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, όπως του ΑΣΕΠ και του Συνηγόρου του Πολίτη, σε συμβούλια υπηρεσιακών κρίσεων, αλλοιώνει τον χαρακτήρα αυτών των οργάνων, όπως θεσμοθετήθηκαν από το Σύνταγμα. Στόχος τους δεν είναι να συμμετέχουν σε διοικητικές θέσεις, αναβαθμίζοντας ή υποβιβάζοντας προϊσταμένους, αλλά να υπηρετούν τον πολίτη, να διαμεσολαβούν ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος.
Από εκεί κι έπειτα, το νομοσχέδιο παρουσιάζει τεράστια προβλήματα ως προς τη σύνθεση του Συμβουλίου Επιλογής Προϊσταμένων, ως προς τις διαδικασίες με τις οποίες κρίνει και αποφασίζει, ως προς τη μοριοδότηση. Επί της ουσίας, καμία διάταξη του νομοσχεδίου δεν κατοχυρώνει τη διαφάνεια, την αντικειμενικότητα, την αξιοκρατία. Αντιθέτως, εγκαθιδρύει μία νέα, ζοφερή πραγματικότητα στη δημόσια διοίκηση. Με τη δημοσίευσή του δεκάδες χιλιάδες στελέχη της διοίκησης παύουν να ασκούν τα καθήκοντά τους ως γενικοί διευθυντές ή προϊστάμενοι. Η Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ προβαίνει σε μαζικές εκκαθαρίσεις, προσπαθώντας να πείσει ότι επανιδρύει το δημόσιο στη βάση της αξιοκρατίας και της διαφάνειας. Στην πραγματικότητα προλειαίνει το έδαφος για να επαναλάβει ό,τι συνέβη το ’82, όταν το σύνολο της δημόσιας διοίκησης καταλήφθηκε από όσους είχαν την κομματική ταυτότητα στο χέρι. Το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να συγχέει τις κομματικές σκοπιμότητες με το δημόσιο συμφέρον και επιμένει να αποκαλεί το νέο κομματικό σύστημα επιλογής «αντικειμενικό» και «αξιοκρατικό». Σε αυτήν την κατάλυση κάθε έννοιας νομιμότητας, συνέχειας του κράτους και διαφάνειας, η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να συνηγορήσει.»
«Η Νέα Δημοκρατία αποχώρησε από τη συζήτηση του σχεδίου νόμου που έφερε ο Υπουργός Εσωτερικών στο Κοινοβούλιο σχετικά με το νέο σύστημα επιλογής προϊσταμένων του δημοσίου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας όχι μόνο για αυτό καθεαυτό περιεχόμενο των διατάξεων, αλλά για το σύνολο των μεθοδεύσεων που συνόδευσαν αυτό το νομοσχέδιο. Κατ’ αρχήν είχαμε μία πρωτοφανή προσπάθεια να περάσει το σχέδιο νόμου από τη Βουλή με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Υπουργός Εσωτερικών το κατέθεσε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να μείνει η δημόσια διοίκηση ακέφαλη επί μακρόν. Η Κυβέρνηση βεβαίως δεν επέδειξε την ίδια ευαισθησία και σπουδή κατά τον διορισμό Γενικών Γραμματέων στα Υπουργεία και τις Περιφέρειες, αφήνοντας κορυφαίες, νευραλγικές υπηρεσίες χωρίς ηγεσία επί μήνες. Πρόκειται για απροκάλυπτη πρόφαση, καθώς στόχος του Υπουργείου ήταν να μην γίνει εκτεταμένη συζήτηση του νομοσχεδίου ούτε στην αρμόδια Επιτροπή, ούτε στην ολομέλεια, να μην ακουστεί η γνώμη φορέων και βουλευτών.
Έπειτα από τη γενικευμένη κατακραυγή, ακόμα και από βουλευτές της συμπολίτευσης, ο Υπουργός συμφώνησε να ακολουθηθεί η ορθή θεσμική διαδικασία. Υπέπεσε όμως σε δεύτερο θεσμικό παράπτωμα, το οποίο αυτή τη φορά κινείται στα όρια της συνταγματικότητας. Ο κ. Ραγκούσης κατέθεσε τροπολογία, η οποία εκχωρεί στον Πρωθυπουργό την απόλυτη εξουσία να αναθέτει απευθείας έργα, μελέτες και υπηρεσίες σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ακόμα και για θέματα απόρρητα ή εμπιστευτικά, και να καθορίζει τις αμοιβές τους. Αυτές οι υπερεξουσίες αντιβαίνουν κάθε έννοια δημοκρατίας, κοινοβουλευτισμού και διαφάνειας. Ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης, όταν διακυβεύονται ύψιστης σημασίας εθνικά θέματα, η απευθείας ανάθεση εθνικών ζητημάτων σε πρόσωπα της αποκλειστικής επιλογής του Πρωθυπουργού γεννά εύλογα ερωτήματα ως προς τις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται.
Η εν λόγω τροπολογία δεν είναι η μόνη διάταξη του νομοσχεδίου που εγείρει ερωτηματικά ως προς τη συνταγματικότητά της. Η εμπλοκή, για παράδειγμα, μελών ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, όπως του ΑΣΕΠ και του Συνηγόρου του Πολίτη, σε συμβούλια υπηρεσιακών κρίσεων, αλλοιώνει τον χαρακτήρα αυτών των οργάνων, όπως θεσμοθετήθηκαν από το Σύνταγμα. Στόχος τους δεν είναι να συμμετέχουν σε διοικητικές θέσεις, αναβαθμίζοντας ή υποβιβάζοντας προϊσταμένους, αλλά να υπηρετούν τον πολίτη, να διαμεσολαβούν ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος.
Από εκεί κι έπειτα, το νομοσχέδιο παρουσιάζει τεράστια προβλήματα ως προς τη σύνθεση του Συμβουλίου Επιλογής Προϊσταμένων, ως προς τις διαδικασίες με τις οποίες κρίνει και αποφασίζει, ως προς τη μοριοδότηση. Επί της ουσίας, καμία διάταξη του νομοσχεδίου δεν κατοχυρώνει τη διαφάνεια, την αντικειμενικότητα, την αξιοκρατία. Αντιθέτως, εγκαθιδρύει μία νέα, ζοφερή πραγματικότητα στη δημόσια διοίκηση. Με τη δημοσίευσή του δεκάδες χιλιάδες στελέχη της διοίκησης παύουν να ασκούν τα καθήκοντά τους ως γενικοί διευθυντές ή προϊστάμενοι. Η Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ προβαίνει σε μαζικές εκκαθαρίσεις, προσπαθώντας να πείσει ότι επανιδρύει το δημόσιο στη βάση της αξιοκρατίας και της διαφάνειας. Στην πραγματικότητα προλειαίνει το έδαφος για να επαναλάβει ό,τι συνέβη το ’82, όταν το σύνολο της δημόσιας διοίκησης καταλήφθηκε από όσους είχαν την κομματική ταυτότητα στο χέρι. Το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να συγχέει τις κομματικές σκοπιμότητες με το δημόσιο συμφέρον και επιμένει να αποκαλεί το νέο κομματικό σύστημα επιλογής «αντικειμενικό» και «αξιοκρατικό». Σε αυτήν την κατάλυση κάθε έννοιας νομιμότητας, συνέχειας του κράτους και διαφάνειας, η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να συνηγορήσει.»
0 Response to "«Αναξιοκρατία και αδιαφάνεια πρυτανεύουν στις επιλογές της Κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ»"