ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΖΙΑ:
«Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ Για μια νέα, ενεργητική, δημοκρατική, πατριωτική στρατηγική στην εποχή της παγκοσμιοποίησης» «Φίλες και φίλοι, με ιδιαίτερη χαρά συμμετέχω στο σημερινό πάνελ της παρουσίασης του βιβλίου του φίλου, συναγωνιστή, συνοδοιπόρου - σε δύσκολους καιρούς - Νίκου Κοτζιά και γι’ αυτό οφείλω να ευχαριστήσω το Επιμελητήριο και ασφαλώς το φίλο δημοσιογράφο Γιώργο Γουγά γιατί στο πλαίσιο της πανελλαδικής έκθεσης του Επιμελητηρίου δόθηκε η δυνατότητα να παρουσιάσουμε το έργο, του Νίκου Κοτζιά, στην πόλη μας.
Πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της πόλης μας, όπως πρωτόγνωρη είναι και η δυναμική και πολυπληθής παρουσία σήμερα, πάρα πολλών συμπολιτών μας για ένα θέμα που θα έλεγε κανείς ότι είναι μόνο για τους ειδικούς. Συνήθως, λέμε - επειδή έχουμε δύο διακριτούς, διακεκριμένους και εξέχοντες δημοσιογράφους και διευθυντικά στελέχη εφημερίδων - ότι εάν η εξωτερική πολιτική ανέβει στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων, τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα και κρίσιμα.
Το γεγονός όμως ότι σήμερα έχουμε πολυπληθή παρουσία εδώ, δείχνει ότι πέρα από τα καθημερινά, οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως πολίτες και εδώ στην Κορινθία, υπάρχει ένα μεγάλο θεωρητικό, διανοητικό ενδιαφέρον, για ζητήματα που είναι πολύ πιο σύνθετα, θα έλεγα για μυημένους, έξω από την καθημερινότητα, έξω ακόμα και από τις παραδοσιακές κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Θέλω να σας πω ότι είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος γιατί καλούμαι να παρουσιάσω μαζί με τους φίλους μας ένα βιβλίο του Νίκου Κοτζιά. Με το Νίκο Κοτζιά δουλέψαμε για πάρα πολλά χρόνια μαζί και ακολουθήσαμε δρόμους συγκλίνοντες και αποκλίνοντες. Παρ’ όλα αυτά όμως θέλω να σας πω ότι για μένα είναι τιμή και η φιλία του, κυρίως όμως η σχέση μαθητείας που ανέπτυξα απέναντί του, απέναντι σ’ έναν μεγάλο θεωρητικό, για τον οποίο πολλές φορές είχα εκφράσει τις διαφωνίες μου ακόμα και σήμερα.
Παρ’ όλα αυτά όμως ο θαυμασμός είναι στέρεος γιατί πηγάζει από μια σχέση ειλικρίνειας. Πηγάζει από έναν θαυμασμό για έναν διανοούμενο που ακόμα και σήμερα, σε δύσκολους καιρούς τολμά ν’ αρθρώσει έναν εναλλακτικό λόγο. Τολμά να είναι εικονοκλάστης, τολμά απέναντι σε μια ένοχη σιωπή να μιλά, να αμφισβητεί, να διατυπώνει, να προτείνει. Και ξέρετε, ελάχιστοι έχουν το προνόμιο σήμερα στη χώρα πραγματικά ενώ τα είχαν όλα, να τ’ αφήσουν και να συνεχίσουν εκείνο το μοναχικό δρόμο του διανοούμενου, διατυπώνοντας πάντα ελεύθερα, αυτόνομα την άποψή τους.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο γιατί στη διαδρομή του ο Νίκος Κοτζιάς, όχι μόνο στην κοινή μας παρουσία στο Υπουργείο Εξωτερικών αλλά και πριν, ακόμα και σε συγκρουσιακούς χρόνους από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, ήταν πάντα ο αμφισβητίας της παράταξής του. Και βεβαίως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ήταν από τους βασικούς αρχιτέκτονες και θεμελιωτές των μεγάλων πολιτικών πρωτοβουλιών του τέλους της δεκαετίας του ’80, αρχών της δεκαετίας του ’90 στο χώρο της ευρύτερη ανανεωτικής και παραδοσιακής Αριστεράς.
Άρα λοιπόν τιμή μου, πέρα από τη στέρεη φιλία που διακρίνει τη σχέση μας, να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο του. Είναι γεγονός ότι ελάχιστους βλέπουμε σήμερα στην Ελλάδα να έχουν αυτό το διπλό προνόμιο του θεωρητικού και του πρακτικού.
Κατά μια περίεργη, θα έλεγα κίνηση, λειτουργία της ιστορίας, για όλα αυτά που μιλούσε και υπερασπιζόταν ο Νίκος Κοτζιάς, για τη διαλεκτική σχέση θεωρίας και πράξης, ο ίδιος τελικά κατόρθωσε όλα αυτά να τα ολοκληρώσει, να διασυνδέσει τη θεωρία και την πράξη. Είναι πολύ λίγοι εκείνοι που έχουν τη θεωρητική αρματωσιά, τη βαθιά γνώση και μόρφωση, την εξωστρέφεια στη γνώση και την αφομοίωση της γνώσης και ταυτόχρονα να επιχειρούν να υλοποιήσουν αυτές τις γνώσεις μέσα από θεσμικούς ρόλους σε κρίσιμους τομείς της εξωτερικής πολιτικής όπως είναι το κέντρο ανάλυσης και στρατηγικής, όπως είναι οι ομάδες στρατηγικής σε καιρούς πάρα πολύ ενδιαφέροντες.
Και πραγματικά θέλω να σας πω ότι μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, η ελπιδοφόρα περίοδος εκείνη που η Ελλάδα είχε για πρώτη φορά διαμορφώσει μια εξωτερική πολιτική, μια εξωστρέφεια που είχε βγει από την παθητικότητα, είναι εκείνη η περίοδος που συμπέσαμε με το Νίκο Κοτζιά στο Υπουργείο Εξωτερικών. Και πραγματικά μας χρειαζόταν αυτή η θεωρητική αρματωσιά, γιατί οι περισσότεροι από εμάς ήμασταν οι πρακτικοί της διπλωματίας, οι πρακτικοί της εξωτερικής πολιτικής ανεξάρτητα από τα βιώματα ή τις γνώσεις του καθενός.
Με το Νίκο βρήκαμε εκείνα τ’ αναγκαία εργαλεία να περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη και να αξιοποιήσουμε την πράξη για να δημιουργήσουμε θεωρητικά σχήματα, ανεξάρτητα αν αυτά περνούσαν μετά στις διαπραγματεύσεις. Γιατί θέλω να σας πω ότι και οι δύο ως εμπειρικοί της άσκησης των διαπραγματεύσεων, μπορούμε να σας διαβεβαιώσουμε ότι είναι πάρα πολύ δύσκολες οι διαπραγματεύσεις, πολύ περισσότερο όταν έχεις να κάνεις με συσχετισμούς μη ευνοϊκούς. Ακόμα και οι πιο σημαντικές προτάσεις τελούν υπό την καθημερινή βάσανο της διαπραγμάτευσης, της σύγκρουσης, της αποδοχής ή της απόρριψης από τους άλλους.
Γιατί το διπλωματικό παιχνίδι δεν είναι ένα παιχνίδι για έναν ή ακόμα για δύο. Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες είναι ένα παιχνίδι πολύπλοκο με πολλούς πρωταγωνιστές, με πολλά σύνθετα και αντικρουόμενα συμφέροντα εθνικά και συλλογικά. Άρα λοιπόν και πολλά από αυτά που ο Νίκος περιλαμβάνει, πολλές από αυτές τις τολμηρές προτάσεις, μπορούν να δοκιμαστούν και στην πράξη, θα ήθελα να πω όμως ότι η πράξη ιδιαίτερα σε ρευστές περιόδους, σε μεταβατικές περιόδους είναι πάρα πολύ δύσκολη.
Και το λέω εγώ με την άδεια του Νίκου, γνωρίζοντας ακόμα και σήμερα από μια άλλη θέση, τη θέση την εμπειρική και τη βιωματική του Αναπληρωτή Υπουργού Εθνικής Άμυνας, ότι πολλές από τις ιδέες μας, τις επεξεργασίες και τα σχέδια που είχαμε κάνει προεκλογικά προσκρούουν σε μια σκληρή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα την οποία ο Νίκος δεν αρνείται. Και χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί ήταν ένα από τα θέματα των συνθέσεων και των συγκρούσεών μας. Ότι κατόρθωνε και κατορθώνει πάντα να είναι ταυτόχρονα ρεαλιστής, να δοκιμάζεται μέσα στο σκληρό καθημερινό πεδίο του διεθνούς συστήματος, παράλληλα όμως και θεωρητικός και οραματιστής.
Και τα δύο αυτά στοιχεία, του ρεαλισμού και του οραματισμού έλειψαν και λείπουν πολλές φορές από την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Ένα κρίσιμο σημείο, ένα κρίσιμο μέγεθος του βιβλίου του Νίκου Κοτζιά, είναι η δυνατότητά του ν’ αφουγκράζεται τις διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις. Η δυνατότητά του να αντλεί από αυτές τις εξελίξεις για να προτείνει, να προβάλλει, χωρίς το φόβο της δικής του έκθεσης. Σπάνιο προτέρημα για μια διανοητική τάξη πραγμάτων στην Ελλάδα που, όπως θα έλεγε προηγουμένως και ο Σταύρος Λυγερός, αδυνατεί να συλλάβει τους καιρούς, βολεύεται στα τετριμμένα, τελικά γίνεται απολογητής. Ο Κοτζιάς δεν είναι απολογητής, είναι από τη θέση του, και του πανεπιστημιακού και του πρέσβη εμπειρογνώμονα, από εκείνους που άνοιξαν και μπορούν - και νομίζω ότι θα συναντηθούμε και πάλι σύντομα - ν’ ανοίξουν δρόμους στον ευρύτερο χώρο της εξωτερικής πολιτικής της χώρα μας. Γιατί τέτοιες φωνές, τέτοιες θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις, τις έχουμε ανάγκη.
Είναι από τους λίγους που βλέπει τις εξελίξεις, βλέπει τη μεταβατικότητα μέσα στην οποία κινείται σήμερα η χώρα μας. Άρα βλέπει τους κινδύνους. Και προφανώς αναρωτιέται, πώς κανείς μπορεί χωρίς νέα, ενεργητική, δημοκρατική, χωρίς πατριωτική εξωτερική πολιτική, στις συνθήκες του 21ου αιώνα να μπορεί να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα, να μπορεί να σταθεί ισότιμα στους περιφερειακούς και διεθνείς συσχετισμούς. Να μπορεί να τοποθετηθεί με βάση τα δικά του συμφέροντα, με βάση τα δικά του συγκριτικά πλεονεκτήματα σ’ έναν διεθνή ευρωπαϊκό και περιφερειακό καταμερισμό εξωτερικής πολιτικής.
Ερωτήματα δύσκολα και εξαιρετικά σύνθετα, που κανείς δεν έχει την απάντηση εκ των προτέρων. Ακόμα και στις προτάσεις εκείνες που ο Νίκος περιλαμβάνει στο βιβλίο του για τα Σκόπια, ευρύτερα για τα Βαλκάνια, για τις ελληνοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις, ακόμα και για την Κύπρο. Μια διαδρομή και μια επώδυνη πορεία που ακολουθήσαμε μαζί με συμφωνίες και με διαφωνίες για το Κυπριακό, ακόμα και αυτά που προτείνει, και αυτά δοκιμάζονται καθημερινά σε αυτή την πραγματικά δύσκολη μεταβατική περίοδο.
Δεν είμαι καθόλου βέβαιος, και το θέτω παρ’ όλο ότι το έχω συζητήσει πολλές φορές μαζί του, πόσο μπορούμε να σχεδιάσουμε μακροπρόθεσμα σε ρευστούς καιρούς, σε μια εξαιρετικά παρατεινόμενη μεταβατική περίοδο στο διεθνές και ευρωπαϊκό σύστημα. Για πόσα χρόνια μπορούμε να σχεδιάσουμε; Πόσα χρόνια μπορούμε να δούμε μπροστά στην εξωτερική και την αμυντική πολιτική; Παλιά, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου μπορέσαμε με τα παθητικά αντανακλαστικά που διέκριναν τις τότε κυβερνήσεις να σχεδιάσει κανείς για 20, 30, 40 χρόνια. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, σ’ αυτή την εκρηκτική μεταβατικότητα που διακρίνει το σύστημα διεθνών σχέσεων, πόσο μπορούμε να σχεδιάσουμε; 2, 5, 10 χρόνια; Να ένα πρόβλημα κατά την άποψή μου μεθοδολογικό, ένα πρόβλημα εξίσου στρατηγικό. Γιατί είναι τέτοιες οι αλλαγές, τέτοια η έκπληξή μας μπροστά στο νέο που έρχεται καθημερινά και μας ξεπερνά καθημερινά. Που δε μπορούμε να μιλήσουμε, τουλάχιστον αδυνατώ να μιλήσω εγώ, ενδεχομένως να μην έχω τα θεωρητικά εργαλεία για μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς στην εξωτερική πολιτική.
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να έχουμε στρατηγική, δεν πρέπει να σχεδιάσουμε μ’ έναν κοινά συμπεφωνημένο ορίζοντα. Αυτό σημαίνει ότι δε μπορούμε να κολυμπάμε στους εφήμερους τακτικισμούς στην εξωτερική πολιτική. Αυτό σημαίνει, με άλλα λόγια, ενεργητική εξωτερική πολιτική, όχι με την έννοια μιας συγκυριακής υπερκινητικότητας, αλλά με την έννοια της σχεδιασμένης παρουσίας, της σχεδιασμένης υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων, της σχεδιασμένης απόκρουσης και ανάσχεσης της προβολής των συμφερόντων των άλλων.
Να λοιπόν που μας χρειάζεται μια δημοκρατική εξωτερική πολιτική. Δημοκρατική όπως το καταλαβαίνω Νίκο, υπό τον κοινό δημοκρατικό έλεγχο, τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, δηλαδή μέσα από δημοκρατικούς θεσμούς, μέσα από τον έλεγχο του Κοινοβουλίου και μέσα από την αναβάθμιση των Επιτροπών του Κοινοβουλίου. Αλλά αντιλαμβάνομαι τη δημοκρατική εξωτερική πολιτική και με μια άλλη διάσταση, μια συναινετική, δυναμικά συναινετική εξωτερική πολιτική που δε θα υπακούει στη συγκυρία, που δε θα είναι ρητορική.
Αλλά μια εξωτερική πολιτική που θα ενώνει τα αντίθετα πολιτικά κόμματα, τις διαφορετικές απόψεις. Είναι περισσότερα αυτά που μας ενώνουν από εκείνα που μας χωρίζουν. Στους στρατηγικούς στόχους, στην εξωτερική πολιτική. Μπορεί ενδεχομένως να υπάρχουν διαφωνίες στο πώς θα χειριστούμε το ένα ή το άλλο θέμα, στη μικροκλίμακα, αλλά είμαι βέβαιος γιατί το συναντώ καθημερινά, ότι δεν υπάρχουν διαφωνίες στο στρατηγικό, στο μεσο- και μακρο-στρατηγικό πλαίσιο. Να λοιπόν ένα πεδίο που επίσης μας καλεί και το βιβλίο να συζητήσουμε, να συμφωνήσουμε, από κοινού να επεξεργαστούμε στους αναγκαίους θεσμικούς τόπους την εξωτερική μας πολιτική.
Ένα άλλο ζήτημα που ίσως επειδή το βιβλίο γράφτηκε σε μια περίοδο που ακόμα δεν είχε ξεσπάσει η κρίση, εννοώ η κρίση και ως κρίση χρέους και ως κρίση δανεισμού: Πόσο μπορεί να έχει μια χώρα μια ισχυρή εξωτερική πολιτική όταν εσωτερικά οικονομικά και κοινωνικά οι δυνατότητές της είναι περιορισμένες; Με άλλα λόγια, πόσο συνδέεται και με ποιον τρόπο μπορούμε να συνδέσουμε την εσωτερική με την εξωτερική πολιτική;
Μια διαλεκτική σχέση κατά την άποψή μου πολύ σημαντική αν θέλουμε να αναλύσουμε σήμερα και την Ελλάδα και τη θέση της στην Ευρώπη και στον κόσμο. Πιστεύω, ότι οι σημερινές συνθήκες, οι δυνατότητές μας - να το πω διαφορετικά όπως το λέει ο Νίκος Κοτζιάς - οι χωρητικότητες του πολιτικού συστήματος, οικονομίας, των δημοκρατικών θεσμών, είναι πολύ περιορισμένες για να μπορούν να υπερασπιστούν μια δυναμική εθνική στρατηγική σε όλα τα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην περιφέρεια και στο διεθνές σύστημα…
Μια χώρα με αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με χρέος, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων και των δεσμεύσεων του μνημονίου είναι δύσκολο - και σ’ αυτό πρέπει να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας - να ανοίξει τα φτερά της όπως προσπαθούμε και ως κυβέρνηση σήμερα ν’ ανοίξουμε τα φτερά μας για να κερδίσουμε τη χαμένη αξιοπιστία της πατρίδας μας.
Πάρα πολλές δυσκολίες. Και μιλάω ρεαλιστικά, από τις προηγούμενες εμπειρίες μου. Να αρθρώσεις ένα αξιόπιστο λόγο σε μια περίοδο που η χώρα πραγματικά βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, την οικονομική, την κοινωνική, τη θεσμική, την πολιτική.
Πιστεύω ότι εάν η Τουρκία σήμερα, για να έρθω σε κάτι που είπαν και οι προηγούμενοι ομιλητές, προβάλλει προς τα έξω το νέο εθνικό δόγμα του στρατηγικού βάθους του Νταβούτογλου, είναι γιατί η Τουρκία σήμερα καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης πρωτόγνωρους για την περιφέρειά μας. Δημιουργεί ένα νέο εθνικό παραγωγικό δυναμικό. Δημιουργεί νέες κοινωνικές τάξεις έξω από τις παραδοσιακές, κεμαλικού προσανατολισμού, τάξεις που έχουν συνδέσει την παρουσία τους και την προοπτική τους μ’ ένα, θα έλεγα τελειωμένο κεμαλικό σύστημα.
Είναι γεγονός ότι η δυναμική σήμερα της Τουρκίας, έξω από τους μεγαλοϊδεατισμούς, έξω από όλες εκείνες τις κατασκευές που επιχειρούνται προπαγανδιστικά από τη νέα τάξη πραγμάτων στην Τουρκία, έχει τις δυνατότητες, πατά πάνω σε ισχυρά εδάφη, έχει τα εργαλεία, το οικονομικό εργαλείο, το κοινωνικό, το δημογραφικό, πάνω απ’ όλα το γεωγραφικό και το γεωστρατηγικό για να μπορέσει να παίξει ένα ρόλο.
Σας τονίζω και πάλι, πέρα από τους μύθους που κατασκευάζει και καλά κάνει που τους κατασκευάζει, πέρα από την εθνική παραμυθία που καλλιεργεί στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και καλά κάνει που την καλλιεργεί, χρειάζεται και μια δική μας εθνική αφήγηση, αν θέλετε, ένα καινούργιο εθνικό μύθο. Ώστε και η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια να μπορέσει να αντέξει τόσο εσωτερικά, με όρους εσωτερικής κοινωνικής συνοχής όσο και εξωτερικά.
Άρα, λοιπόν, η δυναμική, η κινητικότητα, η αξιοπιστία που αναπτύσσει η Τουρκία, η συνάντηση των συμφερόντων της με τα συμφέροντα άλλων μεγάλων χωρών, οφείλεται ή εδράζεται σε μια ισχυρή εσωτερική οικονομική, κοινωνική, θεσμική, διανοητική, ψυχολογική τάξη πραγμάτων. Αυτό το λέω για να το συγκρίνουμε με τις δικές μας σημερινές συνθήκες.
Ασφαλώς, και αυτό το λέει ο Νίκος, απαλλαγμένοι από παλιά σύνδρομα, εξάρτησης, ομηρίας, δεν πρέπει να φοβόμαστε, πρέπει να βγούμε από τους φοβικούς χώρους που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας. Πρέπει να είμαστε εξωστρεφείς, κινητικοί, δυναμικοί, πάντα όμως έχοντας ως συνεκτικό ιστό αυτή την στρατηγική. Μια νέα στρατηγική για την εξωτερική πολιτική.
Αν κάτι είναι εντυπωσιακό στο βιβλίο του Νίκου Κοτζιά, είναι ο λόγος ο απαλλαγμένος από βαρίδια του παρελθόντος. Εννοώ θεωρητικά, διανοητικά, ιδεολογικά βαρίδια του παρελθόντος και αυτό δεν αφορά μόνο το Νίκο, αφορά και εμένα και πολλούς απ’ τους φίλους εδώ που είχαμε πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες σε χώρους που μας διέψευσαν, σε χώρους που έχουν κλείσει κατά την άποψή μου τον ιστορικό τους κύκλο.
Για μας αυτό που είναι σημαντικό, είναι να δώσουμε μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση. Να ξαναβρούμε τη χαμένη εμπιστοσύνη. Να κοιτάξουμε με ισοτιμία τις άλλες χώρες, να απαλλαγούμε από σύνδρομα του παρελθόντος απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Να δούμε τις μεγάλες ανατροπές που συμβαίνουν στο διεθνές σύστημα. Να ξανασυναντηθούμε και να ξανασυνομιλήσουμε δίχως ιδεοληψίες, με νέους διεθνείς και περιφερειακούς πρωταγωνιστές.
Και αν είναι ένα μεγάλο μήνυμα που αυτό το βιβλίο στέλνει, είναι να ξεκινήσουμε, γιατί όχι, από μηδενική βάση για να χαράξουμε την εξωτερική πολιτική απαλλαγμένοι από πολλά απ’ αυτά που κάναμε στο παρελθόν ή απ’ αυτά μέσα στα οποία τοποθετηθήκαμε στο παρελθόν.
Γιατί, αυτό που σήμερα η διεθνής και περιφερειακή πραγματικότητα μας διδάσκει, είναι ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ακόμα και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αυτή μέσα στην οποία δουλέψαμε, δεν είναι αυτή την οποία αξιοποιήσαμε για να λύσουμε προβλήματα της εξωτερικής μας πολιτικής.
Και είναι, συγκλονιστικά σωστό αυτό που τολμά να πει ο Νίκος Κοτζιάς ότι βεβαίως η στρατηγική επιλογή είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά για τα συμφέροντα της χώρας δεν είναι η μοναδική στρατηγική επιλογή για να λύσει τα προβλήματά της. Όπως δεν μπορούμε με μόνο το όχημα της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, ακόμα και της Τουρκίας, να λύσουμε τα προβλήματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Είναι ένα παραμύθιασμα θύματα του οποίου ήμασταν και εμείς, ενδεχομένως να είμαστε ακόμα. Πρέπει να ξαναδούμε τι σημαίνει σήμερα με τις σημερινές συνθήκες Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά την άποψή μου μια αδύναμη περιφερειακή οργάνωση που δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του διεθνούς παράγοντα, όπως μπορούν να παίξουν η Ρωσία, η Κίνα, η Βραζιλία, η Ινδία, χώρες δηλαδή με δυναμικό μέλλον.
Άρα, λοιπόν, και την Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να τη δούμε στα κυβικά της – να μου επιτρέψετε την έκφραση. Πρέπει να ξαναδούμε την περιφέρειά μας, τα Βαλκάνια, τις ελληνοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις, ακόμα και το Κυπριακό σε σχέση με τις δυνατότητες ή το ειδικό βάρος που έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τίποτα δεν πρέπει να μείνει με τις αντιλήψεις που είχαμε ακόμα και στο πρόσφατο παρελθόν. Αναφέρομαι στα πολιτικά κόμματα, αναφέρομαι στις πολιτικές δυνάμεις, στους φορείς και στην ελληνική κοινωνία. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό και παιδευτικά σημαντικό στο βιβλίο του Νίκου Κοτζιά, που δε διαβάζεται μόνο απ’ τους ειδήμονες, δε διαβάζεται μόνο απ’ τους διπλωμάτες και τους πολιτικούς. Θα πρέπει να διαβαστεί ευρύτερα από τους πολίτες γιατί ουσιαστικά συμβάλει με τον τρόπο του, με την πυκνότητά του, με το βάθος του, στην κοινωνικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής όπως ειπώθηκε, στην πολιτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής. Γιατί όχι, εγώ διαφωνώ με αυτό που λέμε ιδεολογικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής. Γιατί αν ιδεολογικοποίηση σημαίνει το να ξαναβρούμε τις εθνικές μας ισορροπίες, ναι, η εξωτερική πολιτική πρέπει να έχει ιδεολογικό πρόσημο. Όχι με την τρέχουσα πολιτική σημασία. Ιδεολογικά κατά την άποψή μου είναι τα ζητήματα που βγαίνουν πάνω από την τρέχουσα συγκυρία.
Και τελειώνω με τα θέματα που αφορούν το Υπουργείο του οποίου προϊσταμαι πολιτικά. Ο Νίκος Κοτζιάς θα ήθελα να γράφει περισσότερα. Δεν έχει πολλά για το Υπουργείο μου. Στο επόμενο βιβλίο του όμως είμαι βέβαιος θα γράψει για την εθνική αμυντική πολιτική της Ελλάδας σε συνθήκες μετάβασης σε ένα νέο διεθνές, περιφερειακό και ευρωπαϊκό σύστημα.
Είναι γεγονός ότι για πολλά χρόνια, το ζήσαμε και οι δύο και στο παρελθόν, οι σχέσεις του Υπουργείου Εξωτερικών με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Ο συντονισμός ήταν το ελλείπων στοιχείο ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της ίδιας της κυβέρνησης. Και ο Νίκος όπως και οι καλοί μου φίλοι εδώ στο πάνελ, αντιλαμβάνονται και καταλαβαίνουν τι θέλω να πω. Είναι σήμερα ο συντονισμός καλύτερος; Το παλεύουμε αγαπητέ Νίκο Φελέκη. Όχι πάντα στο ύψος που θα έπρεπε. Πρέπει πραγματικά, όχι κατ’ ανάγκη μέσα απ’ τη δημιουργία νέων θεσμών, θα αναφερθώ σε αυτό γιατί εκεί έχω μια μικρή διαφοροποίηση από το Νίκο Κοτζιά. Όχι κατ’ ανάγκη δημιουργώντας νέους θεσμούς να καλύψουμε το έλλειμμα συντονισμού ανάμεσα σε δυο κρίσιμης σημασίας Υπουργεία όπως είναι το Εξωτερικών και το Άμυνας. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είμαστε αναγκασμένοι Νίκο Φελέκη πολλές φορές για λόγους κλαδικού κορπορατισμού, για λόγους υπουργικού συντεχνιασμού, να υπερασπιστούμε τα κεκτημένα του Υπουργείου μας. Και αυτό είναι το πρώτο μέλημα ενός Υπουργού σε ένα Υπουργείο. Γιατί διαφορετικά δε θα έχει την αναγκαία ισχυρή νομιμοποίηση για να σταθεί στο εσωτερικό του Υπουργείου του.
Άρα, λοιπόν, φυλάσσοντας τα νώτα πρέπει πράγματι να πάμε σε νέες μορφές συντονισμού με το Υπουργείο Εξωτερικών. Συμβολής, συνδιαμόρφωσης και συνδιαχείρισης πολλών απ’ τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην εξωτερική πολιτική. Και το λέω αυτό γιατί τρέχει ο διάλογος, τρέχουν οι διερευνητικές επαφές και οι διαπραγματεύσεις και είναι πραγματικά ιστορική ευκαιρία να δυναμώσουμε θεσμικά, πολιτικά, στρατηγικά, τη συνεργασία. Και το κάνουμε πραγματικά και τα δύο Υπουργεία σήμερα. Στο ζήτημα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας να σας πω την άποψή μου. Με το Νίκο Κοτζιά τα συζητούσαμε πολλές φορές αυτά και η συντροφικότητα και η φιλία μας έχει οικοδομηθεί περισσότερο πάνω στις διαφωνίες, παρά πάνω στις συμφωνίες μας. Και εγώ το θεωρώ υγιές στοιχείο αυτό. Κατά την προσωπική μου άποψη δεν είναι οι θεσμοί που λείπουν στην Ελλάδα. Θα έλεγα ακόμα και ως μέλος της κυβέρνησης, δε λείπουν οι κυβερνητικοί θεσμοί σήμερα με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Άλλα είναι τα ελλείποντα στοιχεία. Προσωπικά, θα πω την άποψή μου. Δεν πιστεύω ότι η δημιουργία ενός θεσμικού οργάνου όπως το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, θα λύσει επιμέρους προβλήματα, έλλειψης συντονισμού, διγλωσσίας ή άλλων προβλημάτων που συναντούμε στην αμυντική και την εξωτερική πολιτική.
Ξέρετε, δεν έχουμε κουλτούρα θεσμική τέτοιων θεσμών όπως είναι το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν έχει και η Ευρώπη, με εξαίρεση την Τουρκία, όπου εκεί για άλλους λόγους ιστορικούς του κεμαλικού κράτους το παντοδύναμο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας επικάθεται επί όλων των θεσμών, με εξαίρεση την Τουρκία. Στην ευρύτερη ευρωπαϊκή ήπειρο δεν υπάρχει Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας όπως αυτό που λειτουργεί για αιώνες στις Ηνωμένες Πολιτείες, όχι πάντα με επιτυχία και αποτελεσματικότητα. Γιατί και εκεί αποτελεί πόλο σύγκρουσης, πόλο επιμέρους συμφερόντων, καλλιέργειας αυτόνομων συμφερόντων. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν θα μας βελτίωνε την ελλειμματική κατάσταση που υπάρχει στην Ελλάδα διαχρονικά στα θέματα σχεδιασμού και παρακολούθησης εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Είμαι όμως για ένα βέβαιος, εμπειρικά και το τονίζει πολύ σωστά ο Νίκος Κοτζιάς, ότι το Υπουργείο Εξωτερικών, ακόμα και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, πρέπει να ανασυγκροτηθούν εκ βάθρων. Με γενναίες μεγάλες μεταρρυθμιστικές τομές και αλλαγές, πρέπει τα θεσμικά εργαλεία να αλλάξουν, να αλλάξει η νοοτροπία των στελεχών. Να αλλάξουμε όχι μόνο διαδικαστικά, να αλλάξουμε πραγματικά τη λειτουργία αυτών των θεσμών. Και επειδή προϊσταμαι του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, θέλω να σας πω ότι εκεί χρειάζονται πραγματικά γενναίες αλλαγές. Οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν μπορούν να είναι ταμπού. Ο στρατός δεν μπορεί να είναι εκτός κοινωνίας, απέναντι στην κοινωνία.
Και αυτό δεν είναι μόνο ένα δημοκρατικό αίτημα για την ελληνική κοινωνία που έχει δεινοπαθήσει από τον παρεμβατικό ρόλο του στρατού. Είναι ένα σύγχρονο κοινωνικό δημοκρατικό αίτημα να κοινωνικοποιηθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις, να συμφιλιωθούν με τον κοινωνικό ρόλο τους μέσα στην ίδια την κοινωνία. Άρα, οι Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να περάσουν σε μια νέα περίοδο. Κατ’ ανάγκη και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Μια περίοδο μεγάλων αλλαγών. Όχι γιατί το επιβάλει καταναγκαστικά αυτή η κατάσταση, αυτή η συγκυρία η επώδυνη στην οποία βρισκόμαστε. Όχι γιατί πρέπει να μειώσουμε τις αμυντικές δαπάνες, αλλά γιατί πρέπει να πάμε σε μεγάλους, γενναίους εξορθολογισμούς στην αμυντική πολιτική, στην πολιτική άμυνας και ασφάλειας της χώρας, χωρίς καμία έκπτωση στο αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αυτές οι Ένοπλες Δυνάμεις ήταν για άλλες εποχές. Ήταν για εποχές που στρέφανε το βλέμμα τους στο εσωτερικό. Οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι κατ’ εξοχήν δύναμη εξωστρέφειας και όχι εσωστρέφειας και δεν είναι καθόλου τυχαίο ακόμα και η πολεοδομική και χωροταξική διάταξη των στρατοπέδων - ακόμα και του 6ου Συντάγματος εδώ στην Κόρινθο - ήταν στραμμένη στο εσωτερικό, γιατί ο «κίνδυνος» για πάρα πολλά χρόνια ως ιδεοληψία, ως κατασκευή μιας συγκεκριμένης παράταξης για πάρα πολλά χρόνια, μετεμφυλιοπολεμικά, ήταν εσωτερικός, δεν ήταν εξωτερικός.
Άρα, λοιπόν, Ένοπλες Δυνάμεις εξωστρεφείς, Ένοπλες Δυνάμεις που θα συνδέονται με τις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν σήμερα στην Ευρώπη και στον κόσμο. Χρειάζονται όπως σας είπα τομές, χρειάζεται γερό πνευμόνι. Ελπίζω να το έχουμε έστω και ως καπνιστές στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για τα επόμενα χρόνια.
Εγώ τελειώνω εδώ. Ευχαριστώ πολύ. Είναι συγκινητική η παρουσία σας στην εκδήλωση για το Νίκο Κοτζιά. Πάνω απ’ όλα όμως ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Νίκο, γι’ αυτή την κοινή συμπίπτουσα και αποκλίνουσα πορεία των τελευταίων 20 χρόνων. Τον ευχαριστώ πολύ γιατί ό,τι είμαι σε ένα σημαντικό βαθμό το οφείλω και στις πολλές συζητήσεις, στις νυχτερινές συζητήσεις και στις συγκρούσεις που είχαμε τα τελευταία 20 χρόνια με το Νίκο Κοτζιά.
Σας ευχαριστώ πολύ.”
Στη δευτερολογία του ο κ. Μπεγλίτης είπε:
«Ποτέ δεν είπαμε και μάλιστα και εδώ σε αυτή την παρέμβαση, στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Κοτζιά, ότι δε χρησιμοποιούμε ως βασικό εργαλείο υπεράσπισης των εθνικών μας θέσεων το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες.
Δεν υπάρχει καμία διολίσθηση. Το αντίθετο θα έλεγα, η ανάδειξη του Διεθνούς Δικαίου, του Δικαίου της Θάλασσας, των διεθνών συνθηκών, ακόμα και του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης σε κυρίαρχη στρατηγική μας για την επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία, είναι στην καρδιά της εθνικής στρατηγικής, στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Θα έλεγα το αντίθετο, μιας και αντιλαμβάνομαι ότι πολιτικοποιείται και η συζήτησή μας και οι ερωτήσεις, όταν ορισμένες πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα δε θεωρούν ως δύναμη επίλυσης των προβλημάτων το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, γιατί το θεωρούν ένα κατεξοχήν πολιτικό όργανο που αποτυπώνει πολιτικούς συσχετισμούς των μεγάλων δυνάμεων, πιστεύω ότι επέφεραν μεγάλα πλήγματα στην αξιοπιστία μας τα τελευταία χρόνια.
Εμείς έχουμε δύο όπλα στα χέρια μας. Το ένα είναι το Διεθνές Δίκαιο, το Δίκαιο της Θάλασσας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Τουρκία είναι η μόνη πλέον χώρα, αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες κύρωσαν τη διεθνή σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν κυρώνει, δεν ενσωματώνει στην εθνική έννομη τάξη το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας τη σύμβαση του Μοντέγκο Μπέι. Και αυτό γιατί και στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, το πρόβλημα με την Τουρκία δεν είναι μόνο Αιγαίο. Το πρόβλημα είναι και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο Κοτζιάς μίλησε προηγουμένως για την αποκλειστική οικονομική ζώνη που είναι ένα κρίσιμο γεωοικονομικό και γεωστρατηγικό ζήτημα που πρέπει να το δούμε. Δεν είναι μόνο η υφαλοκρηπίδα στο χώρο του Αιγαίου. Η Ανατολική Μεσόγειος κατά την άποψή μου είναι πολύ πιο στρατηγική για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας μας.
Άρα, Διεθνές Δίκαιο, Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, κατά την άποψή μου δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα, γιατί μπορούμε να υπερασπιστούμε το δίκαιό μας και το δίκαιό μας δεν είναι 100%. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, όταν μιλάμε στον ελληνικό λαό για το τι ακριβώς γίνεται αυτή τη στιγμή στο Αιγαίο, τι υπερασπιζόμαστε, που κερδίζουμε, που έχουμε δίκιο, που έχουμε άδικο και αυτά νομίζω είναι μέρος της παιδευτικής πλευράς της πολιτικής και της εξωτερικής πολιτικής.
Δεύτερο ζήτημα, συνοριακές διαφορές και στρατηγική του Ελσίνκι. Εδώ νομίζω ότι γίνεται μια μεγάλη παρανόηση. Γιατί η στρατηγική του Ελσίνκι δεν αφορούσε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η στρατηγική του Ελσίνκι αφορούσε όλες τις χώρες που ήταν υποψήφιες προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό που έλεγε η περίφημη παράγραφος 4, ήταν ότι όλες οι υποψήφιες χώρες πρέπει να λύσουν τις συνοριακές τους διαφορές.
Βεβαίως γιατί ανάμεσα στις υποψήφιες χώρες ήταν η Σλοβενία, που είχε συνοριακές διαφορές με την Ιταλία, ήταν η Σλοβενία που είχε συνοριακές διαφορές με την Κροατία. Ήταν οι συνοριακές διαφορές μεταξύ Ουγγαρίας και Ρουμανίας. Αναφερόμαστε γενικότερα στα συμπεράσματα στις υποψήφιες χώρες.
Εξάλλου δεν υπάρχει και διάσταση συνοριακών διαφορών στη σχέση με την Τουρκία; Ο ορισμός της υφαλοκρηπίδας από ποια χωρικά, από ποια εξωτερική βάση χωρικών υδάτων θα γίνει; Άρα, δεν είναι εκεί κανένα ζήτημα, ούτε ήταν εκεί, ούτε θα έπρεπε να ήταν αντικείμενο κριτικής αντιπολιτευτικής όλα αυτά τα χρόνια. Προφανώς δεν είχε κατανοηθεί η δυναμική της διεύρυνσης και η δυναμική των υποψηφίων προς ένταξη χωρών και το ποια προβλήματα έπρεπε να λύσουν.
Στο θέμα του σχεδίου Ανάν, εμείς είμαστε απ’ αυτούς που το διαπραγματευτήκαμε στο τμήμα εκείνο που είχαμε αρμοδιότητα. Δηλαδή εγγυήσεις και στρατιωτικές πτυχές του σχεδίου Ανάν. Και θέλω να σας πω ότι σε εκείνα που διαπραγματευτήκαμε εμείς μέχρι το Φεβρουάριο του 2004, δηλαδή ουσιαστικά μέχρι το τέταρτο σχέδιο Ανάν, ήταν ένα πολύ καλό σχέδιο.
Γι’ αυτά που μας αφορούσαν. Εμείς δεν είχαμε λόγο στα εσωτερικά της Κύπρου. Εγώ π.χ. δε θα μπορούσα να πω και δε θα πω και σήμερα πως πρέπει να ήταν ο ρόλος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Κύπρου. Ας το λύσουν οι Κύπριοι μεταξύ τους, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Είχα άποψη όμως για τις εγγυήσεις και έχω άποψη για τις εγγυήσεις όπως έχω άποψη και για τις στρατιωτικές πτυχές και για τη στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο, ως εγγυήτρια δύναμη με βάση τις συνθήκες του ’60.
Και σήμερα είναι ξεκάθαρο για μας ότι πρέπει να φύγουμε απ’ το σύστημα των εγγυήσεων. Μια χώρα ανεξάρτητη, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΟΗΕ, μια χώρα πραγματικά με αυτονομία στην εξωτερική της πολιτική, δεν μπορεί να τελεί υπό την εγγύηση δύο δυνάμεων, τριών δυνάμεων, της Ελλάδας πρωτίστως και της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η ηθική στην πολιτική, επιβάλει τις θέσεις που διατυπώνουμε στο εσωτερικό του Συμβουλίου Αρχηγών των Κομμάτων με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να τις διατυπώνουμε και έξω. Γιατί όταν Πρόεδρος κυβέρνησης και αρχηγός κόμματος διατυπώνει άλλες θέσεις παρόντος του κ. Παπούλια, λέγοντας ότι το σχέδιο Ανάν έχει πολύ περισσότερα θετικά απ’ όσα αρνητικά, άρα είναι σε θετική κατεύθυνση και τα στελέχη του στη συνέχεια στις τηλεοράσεις μιλάνε κατά του σχεδίου Ανάν, εγώ βρίσκω ένα σοβαρό έλλειμμα πολιτικής ηθικής και πολιτικής εντιμότητας. Και επειδή “scripta manent”, τα πρακτικά της συνάντησης κορυφής των αρχηγών με τον κ. Παπούλια υπάρχουν για να δείχνουν την σοβαρότητα και βεβαίως την ηθική σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα.
Εγώ δε λέω ότι είμαι εναντίον του σχεδίου Ανάν. Δεν το λέω και σήμερα. Εγώ γνωρίζω τις θέσεις του Νίκου, ήταν από τα θέματα που τα συζητούσαμε μερόνυχτα στο Υπουργείο Εξωτερικών και με το Νίκο και με τους άλλους συναδέλφους που χειριστήκαμε το θέμα.
Θέλω να μου πει όμως κάποιος πως θα λυθεί το πρόβλημα του Κυπριακού στο πλαίσιο των παραμέτρων που οι ίδιοι οι Ελληνοκύπριοι έχουν θέσει. Και πρωτίστως ο μακαριστός Πρόεδρος και Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Ποια είναι η διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία; Πώς θα μεταφραστεί σε πρακτικούς όρους η πολιτική ισότητα, η αρχή της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων; Τι θέλουμε τελικά στο Κυπριακό και αν αξιολογούμε στρατηγικά ότι η παραμονή του “status quo”, η παραμονή της διχοτόμησης και της διαίρεσης και της παραμονής των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, συμφέρει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ελληνισμού, ελλαδικού και κυπριακού; Νομίζω ότι δεν έχω τίποτα άλλο να πω.
Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, η θέση μας είναι καθαρή, είμαστε υπέρ του αγωγού. Το γεγονός ότι αναδεικνύονται ζητήματα περιβαλλοντικά, νομίζω είναι ευθύνη μας να τα αναδείξουμε. Το τι κάνει η κυβέρνηση της Βουλγαρίας, αν θέλετε μπορούμε να το συζητήσουμε, αλλά δεν είναι της ώρας αυτής.
Για τις έρευνες ανατολικά του Μπάμπουρα, μπορούμε να συζητάμε επί μακρόν. Μπορούμε να κάνουμε έρευνες για να το πω πολύ συνοπτικά. Μπορούμε να κάνουμε έρευνες. Οφείλουμε να λύσουμε το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας με τους Τούρκους.
Ευχαριστώ.»




















0 Response to "Η ομιλία Μπεγλίτη για το βιβλίο του Νίκου Κοτζιά"