Το 60,3% του φτωχού πληθυσμού και το 21,4% του μη φτωχού πληθυσμού της Ελλάδας έχουν οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες της τάξεως των 500 ευρώ, ενώ το 77,7% και το 40% αντίστοιχα δηλώνει δυσκολία πληρωμής της δαπάνης για μία εβδομάδα διακοπών.
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο βαθμός επιβάρυνσης των νοικοκυριών από τις δαπάνες στέγασης, καθώς το 30,3% του πληθυσμού δηλώνει μεγάλο βαθμό επιβάρυνσης (44,4% του φτωχού πληθυσμού και 26,6% του μη φτωχού πληθυσμού), ενώ το 63,1% δηλώνει ότι επιβαρύνεται αρκετά (53,9% του φτωχού και 65,5% του μη φτωχού πληθυσμού).
Τα παραπάνω στοιχεία δημοσιεύονται στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ για το έτος 2010 που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα και προέρχονται από την Ερευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών του έτους 2009 (EU – SILC).
Σύμφωνα με την έρευνα, η Ελλάδα παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό σχετικής φτώχειας μεταξύ των 15 παλαιότερων κρατών – μελών της Ε.Ε., αλλά και των περισσότερων χωρών της Ε.Ε. των «27». Ειδικότερα, το 19,7% του πληθυσμού της χώρας ή 840.000 νοικοκυριά με τα μέλη τους (συνολικά 2.147.000 άτομα) βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της φτώχειας (με κριτήρια τα εισοδήματα του 2008). Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό για την Ε.Ε. των «15» είναι 16,1% και για την Ε.Ε. των «27» 16,3%.
Σύμφωνα με την έννοια της σχετικής φτώχειας, ένα άτομο θεωρείται φτωχό όταν το εισόδημά του δεν επαρκεί για να του εξασφαλίσει επίπεδο διαβίωσης συνεπές με τις συνήθειες και τα πρότυπα της κοινωνίας στην οποία ζει. Στην έρευνα του 2009 το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας για ένα μονομελές νοικοκυριό ήταν 6.897 ευρώ, ενώ για ένα 4μελές νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά 14.484 ευρώ.
Όπως διαπιστώνεται στην έρευνα, τα τελευταία χρόνια οι διαστάσεις της σχετικής φτώχειας διαφοροποιούνται σημαντικά για ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες. Ειδικότερα, ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας μετατοπίζεται στην Ελλάδα από την ομάδα των ηλικιωμένων προς την ομάδα των νεότερων ζευγαριών με παιδιά, αλλά και προς τους νέους εργαζόμενους. Ειδικότερα, στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ εντοπίζονται οι παρακάτω πρόσφατες εξελίξεις, οι οποίες αναφέρεται ότι πρέπει να τεθούν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινωνικής πολιτικής για τα επόμενα έτη:
- Η παιδική φτώχεια, δηλ. το ποσοστό των παιδιών που ζουν κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας αυξήθηκε δραματικά την τελευταία πενταετία. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το 2009, το 23,4% των παιδιών έως 15 ετών (Ε.Ε. «27»: 19,6%) διαβιούν σε φτωχά νοικοκυριά έναντι 19,3% το 2005.
- Σημαντική είναι η μείωση του ποσοστού φτώχειας στους ηλικιωμένους (65 ετών και άνω), η οποία περιορίστηκε στο 21,4% το 2009 (Ε.Ε. «27»: 17,8%) έναντι 27,9% το 2005.
- Μετατόπιση της φτώχειας από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές και από τους λιγότερο εκπαιδευμένους (π.χ. άτομα που δεν τελείωσαν το δημοτικό) προς τους αποφοίτους των μεσαίων και υψηλότερων εκπαιδευτικών βαθμίδων (π.χ. αποφοίτους γυμνασίου, λυκείου).
- Εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια της τρέχουσας οικονομικής κρίσης έχει αυξηθεί σημαντικά ο κίνδυνος φτώχειας των χαμηλόμισθων εργαζομένων. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της έρευνας EU – SILC 2009, ο κίνδυνος φτώχειας για την ομάδα των εργαζομένων στην Ελλάδα έφτασε το 13,8% και ήταν πολύ μεγαλύτερος απ΄ό,τι σε άλλες χώρες της Ε.Ε. (Ε.Ε. «15»: 7,9%, Ε.Ε. «27»: 8,4%) με εξαίρεση τη Ρουμανία (17,9%).
Όπως εκτιμάται στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ, η μείωση των πραγματικών αποδοχών το 2010, το «πάγωμα» των κατώτατων αποδοχών έως τα μέσα του 2011, καθώς και η δυνατότητα να προσλαμβάνονται νέοι με αποδοχές χαμηλότερες από τις κατώτατες (Ν. 3863/2010), είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα σχετικής φτώχειας την ομάδα των απασχολούμενων.
Πηγή: www.capital.gr
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο βαθμός επιβάρυνσης των νοικοκυριών από τις δαπάνες στέγασης, καθώς το 30,3% του πληθυσμού δηλώνει μεγάλο βαθμό επιβάρυνσης (44,4% του φτωχού πληθυσμού και 26,6% του μη φτωχού πληθυσμού), ενώ το 63,1% δηλώνει ότι επιβαρύνεται αρκετά (53,9% του φτωχού και 65,5% του μη φτωχού πληθυσμού).
Τα παραπάνω στοιχεία δημοσιεύονται στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ για το έτος 2010 που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα και προέρχονται από την Ερευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών του έτους 2009 (EU – SILC).
Σύμφωνα με την έρευνα, η Ελλάδα παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό σχετικής φτώχειας μεταξύ των 15 παλαιότερων κρατών – μελών της Ε.Ε., αλλά και των περισσότερων χωρών της Ε.Ε. των «27». Ειδικότερα, το 19,7% του πληθυσμού της χώρας ή 840.000 νοικοκυριά με τα μέλη τους (συνολικά 2.147.000 άτομα) βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της φτώχειας (με κριτήρια τα εισοδήματα του 2008). Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό για την Ε.Ε. των «15» είναι 16,1% και για την Ε.Ε. των «27» 16,3%.
Σύμφωνα με την έννοια της σχετικής φτώχειας, ένα άτομο θεωρείται φτωχό όταν το εισόδημά του δεν επαρκεί για να του εξασφαλίσει επίπεδο διαβίωσης συνεπές με τις συνήθειες και τα πρότυπα της κοινωνίας στην οποία ζει. Στην έρευνα του 2009 το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας για ένα μονομελές νοικοκυριό ήταν 6.897 ευρώ, ενώ για ένα 4μελές νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά 14.484 ευρώ.
Όπως διαπιστώνεται στην έρευνα, τα τελευταία χρόνια οι διαστάσεις της σχετικής φτώχειας διαφοροποιούνται σημαντικά για ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες. Ειδικότερα, ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας μετατοπίζεται στην Ελλάδα από την ομάδα των ηλικιωμένων προς την ομάδα των νεότερων ζευγαριών με παιδιά, αλλά και προς τους νέους εργαζόμενους. Ειδικότερα, στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ εντοπίζονται οι παρακάτω πρόσφατες εξελίξεις, οι οποίες αναφέρεται ότι πρέπει να τεθούν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινωνικής πολιτικής για τα επόμενα έτη:
- Η παιδική φτώχεια, δηλ. το ποσοστό των παιδιών που ζουν κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας αυξήθηκε δραματικά την τελευταία πενταετία. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το 2009, το 23,4% των παιδιών έως 15 ετών (Ε.Ε. «27»: 19,6%) διαβιούν σε φτωχά νοικοκυριά έναντι 19,3% το 2005.
- Σημαντική είναι η μείωση του ποσοστού φτώχειας στους ηλικιωμένους (65 ετών και άνω), η οποία περιορίστηκε στο 21,4% το 2009 (Ε.Ε. «27»: 17,8%) έναντι 27,9% το 2005.
- Μετατόπιση της φτώχειας από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές και από τους λιγότερο εκπαιδευμένους (π.χ. άτομα που δεν τελείωσαν το δημοτικό) προς τους αποφοίτους των μεσαίων και υψηλότερων εκπαιδευτικών βαθμίδων (π.χ. αποφοίτους γυμνασίου, λυκείου).
- Εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια της τρέχουσας οικονομικής κρίσης έχει αυξηθεί σημαντικά ο κίνδυνος φτώχειας των χαμηλόμισθων εργαζομένων. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της έρευνας EU – SILC 2009, ο κίνδυνος φτώχειας για την ομάδα των εργαζομένων στην Ελλάδα έφτασε το 13,8% και ήταν πολύ μεγαλύτερος απ΄ό,τι σε άλλες χώρες της Ε.Ε. (Ε.Ε. «15»: 7,9%, Ε.Ε. «27»: 8,4%) με εξαίρεση τη Ρουμανία (17,9%).
Όπως εκτιμάται στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ, η μείωση των πραγματικών αποδοχών το 2010, το «πάγωμα» των κατώτατων αποδοχών έως τα μέσα του 2011, καθώς και η δυνατότητα να προσλαμβάνονται νέοι με αποδοχές χαμηλότερες από τις κατώτατες (Ν. 3863/2010), είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα σχετικής φτώχειας την ομάδα των απασχολούμενων.
Πηγή: www.capital.gr
0 Response to "Τι διαπιστώνει η ΤτΕ για τη φτώχεια"