Βρισκόμαστε αναμφισβήτητα σε μια εποχή που εκ των πραγμάτων οι κρατικές κοινωνικές δομές συρρικνώνονται δραματικά, ενώ οι δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας έχουν ήδη περικοπεί σημαντικά και συνεχίζουν να βρίσκονται στο στόχαστρο για περαιτέρω περιορισμό τους. Στους τομείς της δημόσιας υγείας και παιδείας προωθείται σαφώς ένα πλάνο περιστολών και συγχωνεύσεων, χωρίς παράλληλα να μπορεί να επιδειχθεί επαρκώς κάποιο ισχυρό επιχείρημα ότι όλα αυτά θα συντελέσουν στο να απολαμβάνουν οι πολίτες καλύτερες υπηρεσίες.

Το σύνολο της κοινωνίας προβληματίζεται για το παρόν και το μέλλον, δυσκολεύεται πια φανερά στο να ανταπεξέλθει στην καθημερινότητα που είχε μάθει να βιώνει και είναι προφανές ότι σε ολόκληρη τη χώρα το βιοτικό επίπεδο έχει αρχίσει να κατρακυλά. Η ανεργία αποτελεί μείζον ζήτημα για όλες τις ηλικίες και ειδικά στις επαρχίες, το θέμα των θέσεων εργασίας εξελίσσεται σε θέμα που απασχολεί κάθε βαθμίδα διοίκησης. Η μεγάλη αλήθεια – που κακώς δεν λέγεται ανοιχτά – είναι ότι δεν υπάρχει ούτε ένα αιρετό πρόσωπο, κάθε βαθμίδας, από εκείνη του δημοτικού συμβούλου, μέχρι εκείνη του Υπουργού, που να μην βομβαρδίζεται καθημερινά από απεγνωσμένους πολίτες που ζητούν βοήθεια για να βρουν μια θέση εργασίας.

Την ίδια στιγμή, γενικά, το πολιτικό προσωπικό της χώρας, επίσης κάθε βαθμίδας, προσπαθεί με κάθε τρόπο να απεμπλακεί από μια πολυετή πρακτική που ήθελε τον πελάτη – ψηφοφόρο να ανταμείβεται με μια θέση εργασίας για τον ίδιο ή για κάποιο μέλος της οικογένειάς του, είτε στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, είτε όμως και στον ιδιωτικό τομέα και αυτή είναι επίσης μια αλήθεια που δεν λέγεται ανοιχτά.

Στο παιχνίδι αυτό ήταν και είναι ευθέως εμπλεκόμενος και ο ιδιωτικός τομέας και μάλιστα με διάφορες μορφές. Είναι γνωστές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο που είχαν αναγκαστεί να παρέχουν μια πρόσληψη ανά έτος σε κάθε βουλευτή, είναι γνωστά τραπεζικά στελέχη που, προκειμένου να αυξήσουν τις καταθέσεις και τα ρευστά διαθέσιμα, παρείχαν θέσεις εργασίας ως αντάλλαγμα για την εισροή μετρητών, είναι γνωστό ότι ιδιωτικές εταιρείες που «χτύπαγαν» έργα του δημοσίου, προσέφεραν κάποιες θέσεις εργασίας για εξυπηρέτηση ρουσφετιών.

Η γενικευμένη αυτή τακτική ενός σιωπηλού «δούναι και λαβείν» σε κάθε επίπεδο, λειτουργούσε ως σιγαστήρας για πολλά χρόνια, σε πολλά κοινωνικά ζητήματα, πολλές κρατικές αστοχίες και ανεπάρκειες. Η πρόνοια και η ποιότητα των υπηρεσιών εμφάνιζαν πάντα δραματικά κενά, αλλά με τους παραπάνω τρόπους προσφερόταν ένα διαρκές αντίβαρο που μπορούσε να κρατήσει την κοινωνία σχετικά ήρεμη και ανεκτική απέναντι σε πολλές παθογένειες και νοσηρά φαινόμενα.

Σήμερα οι πολιτικοί θα ήθελαν πολύ να συνεχίσουν να έχουν τη δυνατότητα να ικανοποιούν τους πελάτες – ψηφοφόρους, ανθρώπινο είναι, αλλά η συνεχής απαξίωση του πολιτικού αξιακού συστήματος, σε συνδυασμό με μια συνεχώς αυξανόμενη δύναμη που αποκτά το επιχειρηματικό lobby, που αρέσκεται σε «fast track» διαδικασίες και φαίνεται να διεκδικεί τον ηγεμονικό ρόλο του χωρίς «μεσάζοντες», καθιστούν αυτή τη δυνατότητα απαγορευτική. Με λίγα λόγια, δεν έχουν πλέον λόγο οι επιχειρηματίες να μετακυλύουν ρουσφέτια στην κοινωνία μέσω των πολιτικών. Μπορούν να το κάνουν μόνοι τους και ίσως να το μπορούν και καλύτερα.
Οι πολιτικοί από την πλευρά τους, θα αναγκαστούν – αν θέλουν να επιβιώσουν – να επιστρέψουν στο θεμελιώδες αντικείμενο της πολιτικής που δεν είναι άλλο από την εύρυθμη, δίκαιη και ορθολογική λειτουργία της πολιτείας, μιας πολιτείας που παρέχει υπηρεσίες ποιότητος στους πολίτες, που τους κάνει να νιώθουν και να συνειδητοποιούν ότι έχουν υποχρεώσεις απέναντί της, αφού πρώτα όμως έχουν νιώσει πλήρεις σε σχέση με όσα μπορεί να τους προσφέρει. Δεν συζητάμε για ουτοπική πολιτεία που θα προσφέρει τα πάντα στους πολίτες, αλλά πολιτεία που έστω, εκείνα τα λίγα ή πολλά που θα προσφέρει, θα τα προσφέρει σωστά και σε ικανοποιητικό βαθμό ποιότητας. Αυτό είναι κάτι που δεν το έχουμε σήμερα ως οργανωμένο κράτος, δεν το καταφέραμε σε ένα μεγάλο διαθέσιμο χρονικό διάστημα.



Η ασφάλεια σε πρώτο πλάνο


Οι πολίτες σταδιακά στρέφονται στην αναζήτηση των στοιχειωδών προϋποθέσεων που θα πρέπει να τους προσφέρει ένα οργανωμένο κράτος. Πέρα από τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα που φέρνει μαζί της μια βαθειά και ολοκληρωτική οικονομική κρίση, το αίτημα που θα αποτελέσει πρώτη προτεραιότητα τους αμέσους επόμενους μήνες θα είναι η ασφάλεια.

Γιατί μπορεί κάποιος να είναι άνεργος και να ζήσει με λίγα. Μπορεί κανείς να συμβιβαστεί με την πτώση του βιοτικού του επιπέδου και – έστω και δύσκολα – να προσαρμοστεί σε μια νέα λιτή πραγματικότητα. Μπορεί ακόμα και να πουλήσει το βιός του για να ζήσει τα παιδιά του.

Δεν μπορεί όμως, σε καμία περίπτωση, κανένας από εμάς να δεχθεί ότι μέσα σε όλα αυτά, θα νιώθει και ανασφαλής μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ότι θα φοβάται τη νύχτα να κοιμηθεί, ότι θα τρέμει όταν πηγαίνει με το παιδί του στην πλατεία της γειτονιάς.

Αυτές δεν είναι πλέον εικόνες που μας έρχονται μόνο μέσα από τα κανάλια. Είναι καταστάσεις που βιώνουν ακόμα και οι επαρχιακές τοπικές κοινωνίες, ακόμα και τα χωριά, εκεί που όλοι γνωρίζουν το διπλανό τους σαν τη παλάμη τους.



Εκτροχιασμός κοινωνικών ομάδων


Αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «κοινωνική ομάδα» για να περιγράψουμε διαφορετικά υποσύνολα της κοινωνίας που φέρουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, θα μπορέσουμε να αποφύγουμε την οποιαδήποτε «ρατσιστική» αναφορά ή τον κίνδυνο να χαρακτηριστούμε από διάφορους «αιθεροβάμονες», ως ακραίοι.

Κοινωνική ομάδα είναι ας πούμε οι «Ρομά», κοινωνική ομάδα είναι οι αλλοδαποί, κοινωνική ομάδα είναι πια οι εξαθλιωμένοι παράνομοι μετανάστες, κοινωνική ομάδα είναι και οι ντόπιοι. Όλοι αυτοί συστήνουν πλέον τις κοινωνίες και της Πελοποννήσου, κοινωνίες που βρίσκονται σε μια επικίνδυνη καμπή καθώς δοκιμάζονται οι αντοχές και η συνοχή τους. Δοκιμάζεται η εν γένει αλληλεγγύη τους, δοκιμάζεται ο πυρήνας της κοινωνίας που εξασφαλίζει τη συνοχή της.

Σε όλες αυτές τις κοινωνικές ομάδες υπάρχουν μονάδες που έχουν εμφανώς εκτροχιαστεί, εκμεταλλευόμενες τη γενικευμένη κοινωνική κρίση. Δρουν ανεξέλεγκτα, έχουν αποθρασυνθεί, εκμηδενίζουν την αξία της ανθρώπινης ζωής και θεωρούν ότι βρισκόμαστε σε ένα καθεστώς «Άγριας Δύσης» στο οποίο ισχύει ο νόμος της ζούγκλας, το «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας».

Οι καθημερινές ειδήσεις βρίθουν από απεχθή περιστατικά που σταδιακά γίνονται όλο και πιο σκληρά, όλο και πιο σοκαριστικά για την κοινωνία, τρομοκρατούν τους πολίτες και τους κλείνουν όλο και πιο πολύ στο μικρόκοσμό τους.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση, θα είναι γελοίο να καταδικαστεί κάποιος πολίτης για αυτοδικία, ειδικά σε περιστατικό κατά το οποίο θα βρίσκεται μέσα στο ίδιο του το σπίτι και τρομαγμένος θα προσπαθεί να υπερασπιστεί την οικογένειά του.


Αστυνομία και περιπολίες

Δυστυχώς μέσα σε αυτό το σκηνικό η Ελληνική Αστυνομία μοιάζει μουδιασμένη, παροπλισμένη και «χαμένη» μέσα σε ένα δαιδαλώδες σκηνικό υποκουλτούρας που έχει κυριεύσει κάθε έκφανση της λειτουργίας του κράτους, ιδιαίτερα στην εποχή του Μνημονίου.

Μανάδες κλαίνε ακόμα τα παιδιά τους που έπεσαν σε συμπλοκές με κακοποιούς, την ίδια στιγμή που μαθαίνουμε ότι αστυνομικοί πληρώνουν τις βενζίνες και τα κόστη συντηρήσεων των περιπολικών. Που μαθαίνουμε ότι δεν έχουν επαρκή εξοπλισμό ή αγωνίζονται με πεπαλαιωμένα μέσα για να συγκρατήσουν στοιχειωδώς ασφαλή την κοινωνία.

Μαθαίνουμε ότι χιλιάδες αστυνομικοί φυλάσσουν πρόσωπα που θα μπορούσαν να πληρώνουν μόνα τους ιδιωτική φρουρά, μαθαίνουμε ότι κάνουν σκοπιές έξω από τα σπίτια ισχυρών παραγόντων που φαίνεται ότι επιθυμούν να κρατήσουν ασφαλές το δικό τους τετράγωνο και όλοι οι άλλοι ας πάνε να πνιγούν.

Η περιπολία της γειτονιάς έχει πάει περίπατο, αστυνομικός τα βράδια δεν υπάρχει ούτε ζωγραφιστός στις συνοικίες ακόμα και των μεγάλων πόλεων της Πελοποννήσου. Για τα χωριά, ούτε λόγος.

Καμένες λάμπες σε στύλους της ΔΕΗ, αφύλαχτες πλατείες, κατεστραμμένες παιδικές χαρές που γίνονται βορά στις διαθέσεις του κάθε ανώμαλου, συνθέτουν το σκηνικό τρόμου.


Η τοπική αυτοδιοίκηση

Ως τοπική αυτοδιοίκηση εννοώ κάθε δομή διοίκησης κάτω από την κεντρική Κυβέρνηση, δηλαδή Δήμους και Περιφέρεια. Για το θέμα του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών αποκτούν πλέον και αυτές δομές μερίδιο ευθύνης για την αντιμετώπιση των τραγικών φαινομένων.

Το αποκτούν γιατί σε αυτές έχει τη δυνατότητα να στραφεί ο πολίτης. Τους εκπροσώπους τους αντιλαμβάνονται οι πολίτες ως εξουσία, αυτούς συναντούν πιο συχνά στο δρόμο, στο καφενείο, στις εκδηλώσεις.

Αυτούς βλέπουν σαν τους ανθρώπους στους οποίους θα εκφράσουν τον πόνο και το παράπονό τους και σε εκείνους θα ρίξουν πρώτα το βάρος της αποτυχίας. Δεν μπορούν να τους βλέπουν να συζητούν φιλολογικά επί ώρες ολόκληρες θέματα που δεν αγγίζουν την καθημερινότητά τους, ενώ οι ίδιοι υπόκεινται κάθε μορφή τρομοκρατίας από ανθρώπους στους οποίους δια νόμου δεν μπορούν να τους κάνουν τίποτα.

Το χειρότερο για τους πολίτες μιας κοινωνίας δεν είναι το να γνωρίζουν ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά και ότι πρέπει να κάνουν ακόμα και αιματηρές θυσίες. Το χειρότερο είναι να ξέρουν ότι είναι τελείως μόνοι τους απέναντι σε όλα και χωρίς δικαίωμα αυτοπροστασίας.

Και αυτό μπορεί πράγματι να επιφέρει ανεξέλεγκτες εξελίξεις.



Από τη "ΣΦΗΚΑ" της Κυριακής 22 Μαΐου 2011
Στήλη Ευχήνορας
You can leave a response, or trackback from your own site.

0 Response to "Τα νέα ζητούμενα μιας εύρυθμης πολιτείας - Από τη "ΣΦΗΚΑ" της Κυριακής 22 Μαΐου"